Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Τα πλοία, οι βράχοι, η λαγκαδιαίς, βουνά μαζύ και κάμποι Με χόρτα να στολίζωνται και μ' ώμορφα λουλούδια, Και το ξανθό βοσκόπουλο γλυκά να λέη τραγούδια· Γλυκά κ' η πέρδικες λαλούν, και πλειο γλυκά τ' αηδόνια, Κι' απ' τα μακρυά τους χειμαδιά, γυρνούν τα χελιδόνια.

Πώς δεν το ξέρω! απήντησεν εν πεποιθήσει ο αγρότης· το ξέρω βέβαια· μα δεν είνε να ζυγώση άνθρωπος εκεί κοντά· θα τον ρουφήξη χωρίς άλλο το μάτι· κι' από μακρυά ακόμα, ειμπορεί να τον τραβήξη, αν δεν φυλαχτή. Εμείς το ξέρουμε, κι' όταν ψάχνουμε για χέλια μες το βούρκο, φυλαγόμαστε και δεν σιμώνουμε καθόλου σ' εκείνο το μέρος. Ο πραγματευτής εταπείνωσεν άπελπις την κεφαλήν.

Κ' έτσι ακόμη, το γεράκι έπειτα από μακρυά νηστεία ρίχνεται στη λεία του. Αλλοίμονο! η αγάπη ποτέ δεν κρύβεται. Βέβαια, χάρις στης προφυλάξεις της Βραγγίνας, κανείς δεν έπιασε τη Βασίλισσα στα χέρια του φίλου της.

Πέρα μακρυά σε ύψωμα, 'Σ την άκρη μιας κοιλάδος, Σε ύψωμα κατάσκιο, Σε δροσερά χορτάρια Εις κύκλον εκαθόντανε Όλα τα παλληκάρια, Που τόσω, τόσω δόξασαν Τ' όνομα της Ελλάδος. Τ' ανδρειωμένα τα παιδιά, Πουτης σκλαβιάς τη μέση Εκάμανε απόφασι Να ρίξουν το ζυγό τους, Ναυρούνε ή τη 'λευτεριά Ή τονέ θάνατό τους. Καιτην ομόνοια 'βάλανε Τον όρκο να τους δέση.

Την έσφιγξε εις την αγκαλιά της και με ένα φίλημα την έκαμε πάλιν κοριτσάκι. Το φοβερό ζώον ετρόμαξε τόσον, ώστε επέταξε μακρυά και εχάθη. Η Ανθούλα από την συγκίνησίν της εξύπνησε. Με προθυμίαν την ημέραν εκείνην η Ανθούλα επήγεν εις το σχολείον, η χαρά της ήτο μεγάλη, διότι ξαναεύρισκε εκεί τας συμμαθήτριας της.

Κι' έτσι λοιπόν δούλεψε είκοσι ένα χρόνια μακρυά από τον τόπον του, από το σπίτι του, κι' από τη γυναίκα του, για τρεις συμβουλές!

Πάρε τραγούδι μου φτερά, ξεφτέρι, αετός να γίνης Και πέτα γλήγορο μακρυά, πέτα κατά το Σούλι, Διάβαινε κάμπους και βουνά, κ' εκεί σαν απαράξης 'Στην Κιάφα απάνου ν' ανεβής, τρανή λαλιά να σύρης «Ο υιός του Νότη απέθανεν, ο υιός του Νότη πάει

Ο νους της πετούσε μακρυά, σαν πουλλί, κι' έφευγε με γληγοράδα αστραπής, και πήγαινε στην Ξενιτειά τη Χρυσόσπαρτη, για να βρη το παιδί της, που το καρτερούσε τόσα χρόνια με τα δάκρυα στα μάτια, και με τη ψυχή στα δόντια, έτοιμη να φτερουγήση.

Κι’ ουδέ κανένας βρίσκεται στον κόσμο, σαν εμένα.... — Πίστεψε, Γιάννο, πίστεψε, δεν αγαπώ κανένα! Κι’ ως τώρα δεν την έννοιωσα τη γλύκα της αγάπης, Γιατ’ έχω πέτρα την καρδιά και σίδερο τα στήθια... Φύγε από μένανε μακρυά, μη στέκεσαι μπροστά μου. Γιατί μου φέρουν συχασιά τα ερωτικά σου λόγια!

Και το βασιλόπουλο ξεκίνησε πάλι, διάβηκε όρη και βουνά, διάβηκε θάλασσες και ποτάμια κ' έφτασε ένα δειλινό στο μαγεμένο περιβόλι. Τα δένδρα σαν το είδαν από μακρυά, μετανόησαν που το είχανε προδώσει με το βουητό τους, το λυπηθήκανε και τούδειξαν μακρυά, στην κορυφή του βουνού, το σιδερένιο πύργο, που ήταν κλεισμένη η βασιλοπούλα.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν