Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Οι μεγάλοι τον κύτταζαν ξαφνισμένοι σαν περνούσε, του μιλούσαν, του φώναζαν: «Αι! Αι! παλικάρι»... Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του, χωρίς να δίνη απόκριση. Οι γυναίκες μόνο τον κύτταζαν με συμπάθεια και δεν του μιλούσαν. Μιλούσαν μόνο ανάμεσό τους για το χλωμό του πρόσωπο, τα μακρυά του μαλλιά και τα μεγάλα βαθουλωμένα μάτια τον, μιλούσαν για το γλυκύ παράπονο που ήτανε χυμένο στην όψη του.

Σωπάτε, μην τρομάζετε, λαχτάρα μη σας πήρε, Κ' εκείνος που με γλύτωσε γλυκοκοιμάται απάνου. Χιλιάδες βασιλόπουλα πλακώσανε 'ςτό κάστρο Κ' επιάστηκαν 'ςέ πόλεμο, κ' επιάστηκαναμάχη, Όποιος γλυτώσει απ' όλους τους 'ςτό κάστρο να πηδήση, Ν' αρπάξη εμένα και μακρυά δική του να με πάρη. Κάθε που έπεφτε σπαθιά τα στήθεια μου περνούσε.

Γνώρισε τη φωνή που είχε πρωτακούσει μέσα στα νερά της λίμνης, κρυμμένη κάτω απ' τη φτερούγα του κύκνου. Οι ανθρώποι του βασιλιά, που είχαν πάρει το ξένο βασιλόπουλο να το ρίξουν στα θηρία, λυπήθηκαν τα νειάτα του, το πήρανε μακρυά, όξω από τα σύνορα της χώρας, και του χαρίσανε τη ζωή.

Πώς θέλεις, του έλεγε ο Αγαθούλης να φάγω ζαμπόνι, όταν έχω σκοτώσει το γυιό του κυρίου βαρώνου και βρίσκομαι καταδικασμένος να μην ξαναϊδώ ποτέ στη ζωή μου την ωραία Κυνεγόνδη; Τι θα μου χρησιμέψη να παρατείνω τις άθλιές μου μέρες, αφού είμαι αναγκασμένος να τις σέρνω μακρυά της όλο τύψεις κι' απελπισία; Και τι θα πη η εφημερίδα του Τρεβού; Μιλώντας έτσι, δεν έπαψε να τρώγει. Ο ήλιος βασίλευε.

Οι σοφοί σκύψανε τα κεφάλια τους, με τα μακρυά τους κάτασπρα μαλλιά, οι μάγοι κύτταξαν ταστέρια και, γυρίζοντας κατά τον Ρήγα, του είπαν: «Το παιδί αυτό θα γίνη μεγάλος σοφός και μεγάλος μάγος, μεγαλείτερος από μας». Το μωρό, σαν νάκουσε τα λόγια των μάγων και των σοφών, εκάρφωσε τα μάτια του απάνω στις άσπραις γενειάδες και χαμογέλασε πάλι.

Δίχως άλλο γυρίζει από τη φίλη του και βλέπει ακόμη όνειρα γι' αυτή. Δε θάτανε ευγενικό να τον ξυπνήσουμε. Μόνο ακολούθα με από μακρυά». Έφτασε τον Ντινάς, έπιασε σιγά το άλογο από τα γκέμια, κι' αθόρυβα εβάδισε δίπλα του. Στο τέλος ένα σκόνταμα του αλόγου ξύπνησε τον Ντινάς. Ανοίγει τα μάτια, βλέπει τον Τριστάνο, διστάζει: «Συ, Τριστάνε, εσύ! Ο Θεός να ευλογήση την ώρα που σε ξαναβλέπω.

Μακρυά από την πραγματικότητα και με τα μάτια γυρισμέν' από τους ίσκιους του σπηλαίου η Τέχνη ξεσκεπάζει την τελειότητα τη δική της και ο έκπληκτος όχλος, που βλέπει το άνοιγμα του θαυμαστού πολυπέταλου ρόδου φαντάζεται πως η δική του ιστορία είναι εκείνη που ανιστοριέται εκεί, το δικό του πνεύμα εκείνο που βρίσκει νέα μορφή. Όμως δεν είναι αυτό.

Και της άλλες μέρες, καθώς συνέβη ν' αφήση ο Βασιληάς το Τινταγκέλ για να πάη στης δίκες του Σαιν-Λουβέν, ο Τριστάνος ξαναγύρισε στου Όρρι, και τόλμησε κάθε πρωίμε τον ήλιο! — να γλυστράη από τον κήπο ως της αίθουσες των γυναικών. Ένας σκλάβος τον έπιασε, κ' έτρεξε να βρη τον Αντρέ, τον Ντενοαλέν, και τον Γκοντοΐν. «Άρχοντες, το θερίο που το νομίζετε μακρυά ξαναγύρισε στη φωληά. — Ποιος;

Μοναχά μέσα στους ανθρώπους μπορεί να βρεθή κανένας αληθινά έρημος, συλλογιζότανε. Τέτοια μοναξιά μπορεί να σου φέρη τρέλλα! Μακρυά απ' τους ανθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τον σύντροφό του. Και τάχα μοναχά οι ανθρώποι είνε σύντροφοί μας; Ένα ζωντανό, ένα σκυλί, ένα γατί, ένα πετούμενο είνε κάποιες φορές καλύτεροι συντρόφοι απ' τους ανθρώπους.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν