Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Δεν είχα σύνεργα διά να ξεκαρφώσω την κλειδωνιά, να σου την φέρω, και το σπίτι μου είνε μακρυά απ' εδώ, και δεν θέλω να σου δώσω κόπον να έλθης ο ίδιος. Δι' αυτό επήρα μοναχός μου τον τύπον με το κερί. Και όποιος με ιδή, προσέθηκε μειδιών βεβιασμένως, θα νομίση ότι θέλω να κάμω κανένα αντικλείδι. — Ο τεχνίτης δεν ανακανόνεται σ' αυτά, απήντησεν υπερηφάνως ο Μάχτος.

Ο Αγαθούλης κι' ο σύντροφος του ήσαν μακρυά από τα χαρακώματα και κανένας δεν ήξερε ακόμα στο στρατόπεδο το θάνατο του Γερμανού Ιησουίτη. Ο άγρυπνος Κακαμπός είχε φροντίσει να γεμίση τη βαλίτσα του ψωμί, ζαμπόνι, σοκολάτα, φρούτα και μερικές μποτίλιες κρασί. Μπήκανε βαθυά με τ' ανδαλούσια τους άλογα σ' έναν άγνωστο τόπο, όπου δε βρήκανε κανένα δρόμο.

Μακρυά από το να είναι δημιούργημα της εποχής της είναι συνήθως εκ διαμέτρου αντίθετη προς εκείνην και η μόνη ιστορία που φυλάγει για μας είναι η ιστορία της δικής της προόδου. Κάποτε γυρίζει πίσω πάνω σταχνάρια της κι αναζωογονεί κάποιαν αρχαία φόρμα, όπως συνέβη με την αρχαϊκή κίνηση της Ελληνικής Τέχνης και την προρραφαηλική των ημερών μας.

Το πρόσωπό του ωστόσο ήτανε όμορφο κ' ευγενικό, με κάτι βαθειά, μεγάλα, ουρανιά μάτια, είχε τα ξανθά του μαλλιά μακρυά και ακτένιστα, σκορπισμένα στους ώμους, τανάρηα του γένεια σκέπαζαν σαν χνούδι τα χλωμά μάγουλά του, και το πλατύ κερένιο μέτωπό του, νέον ωστόσο, ήτανε ωργωμένο από βαθειές ρυτίδες.

Βουνά του Πίνδου μου 'ψηλά, με τα πολλά κλαριά σας, Με τα τρανά τα πεύκα σας ταις γέρικαις οξειαίς σας, 'Ζήλεψα τα λημέρια σας, τους ίσκιους, ταις δροσιαίς σας! Τη λίμνη τ' Αγγελόκαστρου όσαις φοραίς κυτάζω. Τα Γιάννινατα Γιάννινα θυμούμαι, και χτικιάζω. Αχ πότε, πότε ελεύθερα να σας πατήσω πότε, Και τότες ας σβυσθώ με μιας, ας αποθάνω τότε! Εδώ, μακρυά σας, έχασα την δόξα, την ανδρειά μου.

Κοντός, κουρελιάρης, με μακρυά και λερή φουστανέλλα, πού κατέβαινε πειο κάτου από τα γόνατά του, άσκημος, σπανός, ξεραγκιανός και πολύ φοβιτσάρης. Έκανετο στρατόπεδο της γυναικείες δουλειές, έπλυνε, ετοίμαζε τα σφαχτά κ' έψηνε τα κοκορέτσα και τα σπληνάντερα.

Τρεις νυφάδες, δυο γυιοί, τρεις θυγατέρες, τρεις γαμπροί και καμμιά δεκαριά αγγόνια, αρσενικά και θηλυκά, περικύκλοναν το στρώμα της. Όλος αυτός ο κόσμος, που είχε βγη μες από τα σπλάγχνα της, δε μπορούσε να γεμίση τον τόπο του τρίτου γυιού της, του Βασίλη, που βρίσκονταν μακρυά στην Ξενιτειά.

Όμως εγώ θα σου πω, και αν θέλης, πίστευσε. — Θα πιστεύσω. — Με τον πατέρα σου πηγαίνομεν εις το χωριό το δικό μου. — Και πού είνε αυτό; — Τέσσαραις πέντε ώραις μακρυά απ' εδώ. — Και τι κάμνετε εκεί; — Αυτό κ' εγώ δεν το ξεύρω καλά καλά. — Δεν το ξεύρεις; — Βέβαια. — Πώς γίνεται; — Γίνεται. — Τι θα πη; — Για την ώρα, δεν ξεύρω τι κάμνομεν. Εις το μέλλον όμως ίσως θα κάμωμεν τίποτε. — Τι πράγμα;

Τότε θα κρεμούσα τα μαλλιά μου απ' το παράθυρο και θα τάκανα σκάλα νανεβή ο αγαπημένος μου... Και όλο έκλαιγε, μέσα στο σκοτάδι. Το βασιλόπουλο τράβηξε κατά τα μάτια του. — Θα πάρω πάλι τα γκρεμνά και τα ποτάμια, θα διαβώ τις θάλασσες και τα βουνά, να φύγω μακρυά απ' την κακιά μου αγάπη. Και τράβηξε πάλι μακρυά απ' το σιδερένιο πύργο.

Εσύ που συντροφεύεις τον καλό μου και νανουρίζεις τον ύπνο του, για πες μου πού βρίσκεται, για να πάω να τονέ βρώ. Το αηδόνι ξαναλάλησε με καλοσύνη: — Κάθε νύχτα ο καλός σου σηκώνεται απ' το χώμα, φεύγει μακρυά και με την αυγή ξαναγυρίζει. Η όμορφη χήρα λαχτάρησε από αγάπη. — Για πες μου, καλό πουλί, του ξαναείπε. Εσύ που βλέπεις μακρυά, απ' το ψηλό κλαδί σου, για πες μου, πού πάει ο καλός μου;

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν