Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
— Ο αμαξάς θέλει να μου ειπή κάτι; αυτό δα είνε πάλιν από τ' άγραφα. — Όχι, αφέντη, είνε ο κύριος Ορέστης . . . — Ο Κύριος Ορέστης! αναφωνεί η Φρόσω. Περίεργον! — Λέγεις ν' αργήσαμεν; ερωτά ο Παρδαλός· το ωρολόγι μας θα πηγαίνει τρομερά πίσω! Ας ορίση 'ς την σάλα, και τόρα έφθασα! προσθέτει, εις την υπηρέτριαν αποτεινόμενος,
Τόσον καιρό καρφωμένος εδώ 'ς το στρώμα εξόδευσα τα ολίγα, όσα είχα οικονομήσει. Η Φωτεινή δεν έλεγε τίποτε, αλλ' ένα βράδυ, όταν είδε τον παππού της ολίγον καλλίτερα, έφερε μίαν αγκαλιά καλάμια και λεπτά κλαδιά από λυγαριές. — Σε παρακαλώ, παππού, του είπε, μάθε με να πλέκω καλάθια· ενθυμούμαι, ότι άλλοτε μας έφερνες εις το σπίτι ωραία πλεγμένα καλάθια.
Ορθοπλωρίζω δύσκολα και ρωτάω. — Τ' είνε μωρέ; τι πάθατε; βοήθεια θέλτε; — Ο Μανωλιός μας πνίγηκε!... ο Μανωλιός μας χάθηκε!... θρηνολογεί ο καπετάν Τραγούδας. Η καταστροφή έλυωσεν ευθύς το χιόνι της καρδιάς του... Κακόμοιρο παιδί! Νερό επήγε να σύρη με τον κουβά, επαραπάτησε στο ξύλο, έπεσε — πάει. Όσο και αν εγύρεψαν οι βάρκες πουθενά δεν τον ηύραν.
— Μωρέ γεια σου και συ θα μας ντροπιάσης όλους! έλεγαν με το αγαθό τους χαμόγελο οι γεροναύτες, όταν μ' έβλεπαν να τσαλαβουτώ στο νερό σαν δέλφινας. Εγώ εκαμάρωνα στο άκουσμα κ' επίστευα ν' αποδείξω μιαν ημέρα προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία μου — επήγαινα στο Σχολαρχείο θυμούμαι — τα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν εύρισκα μέσα που να συμφωνή με τον πόθο μου.
Μα αν είναι αφτός που εγώ θαρρώ, αν ο Διομήδης είναι, με δίχως χέρι αφτός θεού δεν κάνει τόσο θρήνος, 185 Μον κάπιος δίπλα τον βοηθάει θεός, κουκουλωμένος 186 με καταχνιά. Τι τούρηξα πολιώρα και τον βρήκα 188 δεξά στον ώμο, διάμεσα του τσαπραζού ως αντίκρυ· κι' έλεγα εγώ πως τούσκαψα το λάκκο, μα στον τόπο 190 δεν έμεινε... κάπιος μαθές θεός μας κατατρέχει.
Και καθώς τα σμπρώχναμε, για να περάσουμε, 'τινάζουνταν πένθιμα με μολυβένια θλίψη και μ' έν' λυπηρό, λυπηρότατο τρίξιμο απάνω στα κεφάλια μας, στους ώμους μας, απάνω στο σαμάρι, απάνω στα κορμιά των αλόγων που τα κουδούνια τους κρεμασμένα προς τα κάτου έχυναν έναν αχό μελαγχολικό, πολύ σιγαλό, αγάλι' αγάλια και πένθιμο, απάνω κάτω σα νεκρικό σκοπό.
Ο Ιώσηπος, όστις έζησε τρία έτη μετ' αυτού εις το ορεινόν σπήλαιόν του, περιγράφει τας αυστηράς στερήσεις, τας οποίας επέβαλεν εις εαυτόν και τον πλήρη σκληραγωγιών βίον του, και μας λέγει, πως ενεδύετο με φύλλα, και πως ετρέφετο με ρίζας και πως νυχθημερόν κατεβυθίζετο εις τα παγερά ύδατα, διά να διατηρήται το σώμα του πάντοτε καθαρόν και η καρδία του αγνή.
Γιατί στο σπιτικό μας σ' άκουσα εγώ πολλές φορές να λες και να παινιέσαι πως δα το μαβροσύγνεφο του Κρόνου γιο, μονάχη μες στους θεούς, τον γλύτωσες απ' άσκημη λαχτάρα, τότες που θέλανε οι θεοί οι άλλοι — ο Ποσειδώνας, η Ήρα, κι' η θεά Αθήνα — ναν τόνε τριχοδέσουν. 400 Μα απ' τις τριχιές εσύ, θεά, ναν τον γλυτώσεις πήγες. κι' απάνου φώναξες γοργά τον εκατοχεράτο, που Μυριοδύναμο οι θεοί τον λεν — οι άντρες όμως Αιγαίο — γιατί στη δύναμη νικάει και το γονιό του· αφτός στο Δία κάθησε σιμά καμαρωμένος, 405 κι' εκείνοι χέρι τράβηξαν απ' τον πολύ τους φόβο.
« Βλέπετε!.. Δούλοι είμαστε. » Τινάξτε, τη δουλεία! . ., » Τους Τούρκους τους δουλεύουμε » Εις ό,τι κι' αν μας 'πούνε, » Κι' αυτοί τηράνε,. . τα σκυλιά! . . » Το αίμα μας να πιούνε. » Εμπρός! Παιδιά μου, θ ά ν α τ ο ς » Πέτε, ή λ ε υ θ ε ρ ί α!»
Ας αμιλλάται δε μαζί μας διά την αρετήν ο καθείς χωρίς να τον φθονούμεν. Διότι ο τοιούτος αυξάνει τας πόλεις, διότι και ο ίδιος αμιλλάται και τους άλλους δε τους παρεμποδίζει με συκοφαντίας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν