United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ερώτησέ μας! Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Λάλησε! Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Απόκρισιν θα λάβης! Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Την θέλεις την απόκρισιν απ' τα 'δικά μας χείλη, ή θέλεις ανωτέρους μας; ΜΑΚΒΕΘ Να τους ιδώ! Ας έλθουν! Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Να αίμα μέσα σκρόφας, όπου έφαγε και τα εννηά παιδιά της, μία γέννα της· να κ' εις την φλόγα 'ξύγγι, όπου έσταξε από φονηά κρεμάλα. ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Έλα, πρόκαμε!

Ειδέ ας τραβάνε, κι' αφτοί κι' οι στόλοι τους μαζί, στην ποθητή πατρίδα· τι εμείς, εγώ κι' ο Στένελος, δεν πάβουμε ως να βρούμε άκρη της Τριάς· γιατί θεός μας έχει εδώ φερμένουςΕίπε, και ζητωκραύγασαν με μια φωνή οι Αργίτες, 50 τι με καμάρι τ' άκουσαν τα λόγια του Διομήδη.

Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε• «Δεν έχω εγώτα στήθη μου τέτοιαν ψυχήν, ω ξένε, 'που να χωλεύωμ' άδικα' καλ' είναιόλα η τάξι• 310 και άμποτε ο Δίας, η Αθηνά, και ο Απόλλωνας να κάμουν τέτοιος, ως είσαι, σύμφωνος μ' ό,τ' η ψυχή μου θέλει, την κόρη μου να πάρης συ, να ονομασθής γαμβρός μου, κ' εδώ να μένης• κτήματα θα σου 'διδα και σπίτι, αν έμενες αυτόθελα• κανένας των Φαιάκων 315 δεν θα σε βιάση να σταθής• μη δώση τούτ' ο Δίας. και μάθε ότι αποφάσισα να σε ξεπροβοδήσω αύριο και θα 'σαι τότε συτον ύπνο βυθισμένος, και αυτοί σιγά την θάλασσα θα σχίζουν ως να φθάσηςτην γην σου, 'ς το παλάτι σου, 'ς όποιο σ' αρέσει μέρος, 320 και αν πολύ μακρύτερα και από την Εύβοιαν είναι, 'που εις άκρη κόσμου ευρίσκεται, ως οι 'δικοί μας λέγουν, οπού την είδαν, ότ' εκεί τον ξανθομάλλη έφεραν Ραδάμανθυ, τον Τιτυό να ευρή, της Γης τον γόνο. και όμως έπλευσαν ως εκεί, και χωρίς κόπο φθάσαν 325 μονοημερής, κ' εγύρισαν οπίσω εις την πατρίδα. τότε θα ιδής τα πλοία μου, και οι νέοι πόσο αξίζουν, και πώς την θάλασσα σκορπούν με του κουπιού την σπάθη».

120. «Τους μεν Λακεδαιμονίους, ω γενναίοι σύμμαχοι, δεν δυνάμεθα πλέον να κατηγορώμεν ότι δεν απεφάσισαν αυτοί τον πόλεμον, καθ' όσον μας εκάλεσαν εδώ σήμερον προς τούτο· διότι ούτω πρέπει οι αρχηγοί, τα ιδιαίτερα συμφέροντα ίσα και αμερόληπτα διαχειριζόμενοι, να φροντίζουν εξαιρετικώς περί των κοινών, αφού εις τας άλλας διακρίσεις αυτοί προ πάντων προτιμώνται.

Η μάνα με την ψυχοπαίδα, δεν είχαν πάρει μεσάνυχτα ακόμη, κ' ήταν ξύπνιες. Εσηκώθηκαν, έβαλαν φωτιά, κι άρχισαν να ψήνουν τα λαλάγκια. Μας πήρε η τσίκνα του λαδιού, που τίκλωσε μέσα το σπίτι. Ακούσαμε και το τσιτσίρισμα του τηγανιού στη φωτογωνιά. Επεταχτήκαμ' από τα στρώματα κ' εμείς τα παιδιά. Ετριγυρίσαμε τη φωτογωνιά γύρω ολόχαρα.

Ανάθεμα την καλωσύνη... Μια γενιά καλωσύνες, μια γενιά με το δρόμο του Θεού, μια γενιά με το Ευαγγέλιο, με το χαμόγελο, με το γλυκό το λόγο. Τι απολάψαμε; Μας ξέχασε κι' ο Θεός με την καλωσύνη. Θυμάσαι τον παππού μου. Πού να τονέ θυμάσαι; Τονέ θυμάται ο κόσμος. Τι βγαίνει; Ο Άγιος Γιάννης. Έτσι τονέ λέγανε. Σκόρπισε το βιος του σε δικούς και ξένους.

Το μυστικό του τραγουδιού να μάθη δε μπορούσε, — Και το γεφύρι στένεται κι' αυτός το καμαρώνειΩς π' άκουσε η Ξωθιές να λεν: «Γεφύρι δεν στεριώνει. Ούτε θεμέλιο σταίνεταιτον Άσπρο, μα τα μάτια μας. Κόρη αν δεν έρθη απάρθενη σκλάβα μέσ' 'ς τα παλάτια μας, Κι' ως που μαθεύτηκε ο χαμός της κόρης πέρα ως πέρα. Μήνες περνούνε.

Έπειτα οπλισθέντες όλοιδιότι δεν ενομίσαμεν πρέπον να μη εκδικηθώμεν διά τους συντρόφους μαςεφωρμήσαμεν κατά των Βουκεφάλων καθ' ην ώραν διεμοίραζαν τα κρέατα των φονευθέντων φίλων μας. Τους κατεδιώξαμεν με κραυγάς και εφονεύσαμεν έως πεντήκοντα, συνελάβαμεν δε και δύο ζωντανούς και εγυρίσαμεν εις το πλοίον σύροντες τους αιχμαλώτους. Τρόφιμα όμως δεν ευρήκαμεν.

Επλήρωσεν εν κρότω δεκάρων τα ποτά, είτα απευθύνας τον λόγον προς τον Κωνσταντήν τον Καλόβολον, όστις ίστατο παράμερα με τον φίλον του τον Γιάννην της Κ'σάφους, — Ε! Τι έχουμε, Κώστα; . . . Πώς πάει το κόμμα σας; είπε. — Ποιο κόμμα μας, κυρ-Λάμπρο; απήντησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος· το κόμμα μας είνε το κόμμα σας. — Τι; είμαστε από ένα κόμμα; — Δεν το ξέρετε;

Αποφασισμένοι το λοιπόν και οι δύο ν' αποθάνωμεν καλύτερον, παρά να ζήσωμεν με τέτοια υποκείμενα, εκαρτερούσαμεν να έλθη η νύκτα με ανυπομονησίαν διά να τους δώσωμεν να καταλάβουν το μέγα μίσος μας προς αυτές που έχομεν· καλύτερον ποθούμεν να αποθάνωμεν, παρά να κλίνωμεν εις τας θελήσεις τους· τόσον είμεθα απελπισμένοι.