Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Έπειτα κάθησε κ' η ίδια παραπέρα κ' ενώ έγραφα, σήκωνα κάποτε τα μάτια μόνο για να τη δω. Ο βραδινός ήλιος φώτιζε τα μαύρα της μαλλιά κ' έπαιζε στα χρώματα του προσώπου της, που έπαιρνε πάντα νέα όψη, ποτέ δεν είταν ίδιο. Και δε γέρασε ποτέ κάτι αναμεταξύ μας και δεν έγινε συνηθισμένο. Γνωρίζω πως προφέρω ένα μεγάλο λόγο. Μα είναι αληθινός.
ΑΝΤΩΝ. Ξεσπάθωσε σύγχρονα και συ, και άμα σηκώσω το χέρι μου, κάμε και συ το ίδιο, και κτύπησε τον Γονζάλο. ΣΕΒΑΣΤ. Στάσου! ένα λόγο μοναχά. Μουσική. Ο ΑΡΙΕΛ μεταμπαίνει αόρατος. Τραγουδάει στο αυτί του ΓΟΝΖΑΛΟΥ. Ενώ κοιμάσ' αμέριμνα, Καιρό δεν χάνει η άγρυπνη Κοντά σου η Προδοσιά. Αν θέλης τη ζωούλα σου, Διώξε τον ύπνο, πρόσεχε. Σήκω, σου λέω, γοργά. ΑΝΤΩΝ. Λοιπόν γλήγορα κ' οι δύο.
— Και τουλόγου σου δε φοβάσαι, θεια, είπε στη μάνα μου, πως και μένα μου κάνεις μεγάλο άδικο μ' αυτά που μου λες; Σα να μη άκουσε η μητέρα μου, τράβηξε προς τη θύρα και ξανάλεγε την κατάρα της: — Ο Θεός να σου δώση στη ψυχή σου το μεγάλο κακό που μούκαμες! Κιούτε γύρισε νακούση το φοβερό λόγο που της ήρθε στην πόρτα από το κρεβάτι της φθισικής: — Δεν πιστεύγεις, θεια, τα λόγια μιας ποθαμένης;
Αυτά 'πε και όλοι ωρκισθήκαν ως εζητούσ' εκείνη• και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, πάλιν ωμίλησε η γυνή κ' εμπρός εις όλους είπε• «τώρα σιγάτε• και κανείς απ' όλους τους συντρόφους 440 μη μου ομιλήση αν μ' απαντά 'ς τον δρόμον ή 'ς την βρύσι, μη κάποιος πάη και το ειπή του γέρου 'ς το παλάτι, και αυτός νοήση κ' εις δεσμά κακά με σφικτοδέση, κ' εσάς να χάση σοφισθή• αλλά 'ς τον νου σας κρύψτε τον λόγο, και ανταλλάξετε ταις πραγματειαίς με βία. 445 και, οπόταν το καράβι σας όλο γεμίση πλούτη, μες το παλάτι μήνυμα 'ς εμέν' ευθύς να φθάση• τι και χρυσάφι, όσον ευρούν τα χέρια μου, θα φέρω. και θα 'χα και άλλον πρόθυμα να σας προσφέρω ναύλο• ότι το βασιλόπαιδο 'ς τα μέγαρ' ανατρέφω• 450• είν' έξυπνο και τρέχει αυτό κατόπι μ' όταν βγαίνω. εις το καράβι αν φέρω αυτόν, αμέτρητην αξία θαύρετ' οπού τον φέρετε 'ς ανθρώπους αλλοφώνους».
Ο γέροντας ήταν μάγος, από εκείνους τους μάγους που με τον λόγο ημπορούν να μαρμαρώσουν τη θάλασσα και να θαλασσώσουν τις στεριές. Η δύναμίς του όλη και η μαγεία του ήταν σ' εκείνη την κασσέλα που την έκανε όπως ήθελε: γοργοπόδαρο άλογο στη στεριά, τρεχαντήρι άφταστο στη θάλασσα και πουλί πετούμενο στον αέρα.
Από την ώρα που με το πέσιμο της μου κόπηκε ξαφνικά το τρυφερό τραγούδι στη μέση, δεν ξαναμούρθε ευθυμία. Μια σκυθρωπάδα μ' εβάρυνε, τρανή σαν τον Πίνδο που θ' ανεβαίναμε σ' ολίγο. Ούτε τραγούδι πλια από τότες, ούτε γέλοιο, ούτε ζωηρό λόγο, ούτε μιλιά.
Ο Κόπρος, που ονομάζεις, Και ωραία ζωγραφίζεις, Με χάρι ψηγαδιάζεις, Κι' οπού καλά γνωρίζεις, Είν' άθρωπος με φρένας, Στον κόσμον ίσως ένας. Κ' εγώ, κι' εγώ βουλιόμουν Τη γλώσσα να ταράξω, Προχτέ φιλοτιμόμουν Να τον χαμοπειράξω. Μον μ' έκαμε να μείνω, Και λόγο να μη κρίνω.
Οι Εβραίοι τότε βγάζουνε λόγο πως καίγεται η Μητρόπολη, κι άμα μαζώχτηκαν κάμποσοι Χριστιανοί κατά την εκκλησιά, τους περιζώνουν και τους κόβουν. Όρια δεν είχε τώρα η οργή του Κυρίλλου. Ξορίζει όλους τους Εβραίους από την Αλεξάντρεια, αφίνει τους δικούς του κι' αρπάζουν το έχει τους, και τον Ορέστη μήτε γυρίζει να τονέ δη.
Άλλο όμως λόγο θα σου πω, και κάν' τον, σε ξορκίζω· να μη μου βάλουν χωριστά τα κόκκαλα, Αχιλέα, απ' τα δικά σου, μον καθώς ζήσαμε αντάμα οι διο μας, 84 έτσι ένα και τα κόκκαλα κιβούρι ας μας σκεπάσει.» 91
Έπειτα τρέχει στου Διός με τα μαντάτα πάλι 120 'Πατέρα αστραποκέραβνε, του Κρόνου γιε, 'να λόγο θα σου μιλήσω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν