United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχασα την γυναίκα μου, έχασα...τα παιδιά μου! — Κ εσώπασε ο Καλόγηρος. Οι 'γκαρδιακοί λυγμοί του Και τα πολλά τα δάκρυα τώπνιξαν τη φωνή του, Και δίχως λόγο και 'μιλιά έσκυψεένα βράχο, Κ' έκλεγε κι' αναστέναζε. Δάκρυα ευλογημένα! Δάκρυ' απ' τα φυλλοκάρδια του, απ' την ψυχή βγαλμένα!

Οι δερβισάδες και ο Καλίφης αλληλοκοιταχτήκανε και άρχισαν τα ψιθυρίσματα, χωρίς να τους ακούν οι Ζωηδία και η Σεραφεία που περιποιόντουσαν την αδελφή τους που ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. «Τι σημαίνουν όλα αυτάΡώτησε ο Καλίφης. «ούτε εμείς γνωρίζουμε», απάντησε ο δερβίσης στον οποίο είχε απευθύνει τον λόγο. «Τι! Μα δεν είσαστε του σπιτιού

ΑΝΑΤ. Βαϊ κιοπόγλου βάι...βάι, ητ' ογλού, βάιέτζι γράφουνε αναφορά; εσύ τροπάρι έγραφεςμέγα έλεος, υπερένδοξε έγραψες, κάτε ένα λόγο μακρύ εκατό πήχες έγραψες, άντρωπο μαγαρίστηκε έγραψες, αρβανίτη ανάσταση λέανε έγραψες; — κρίμαστοκρίμαστοεγώ τάρεψα εσύ λογιώτατο άντρωπο είσαι, γράμματα ηξέρεις είπα για να κάμης αναφοράάμα σαν ισκυλί πισμάνεψασκίστο, σκίστοπάρε άλλο χαρτί να γράψης αναφοράάμα εγώ να λέω κι' εσύ να γράφης — τ' άκουσες μπόκογλου ;

Έτεινε την χείρα προς τον ιερέα. Είτα επήρε το τσιμπούκι του, και απήλθεν ορμητικός. Άκουσε τι σου λέει ο αφέντης σου, έλεγεν η γρηά Αρετή, η Δημητράκαινα, προς τον υιόν της, τον πρωτότοκον Αγάλλον. — Έδωκα τον λόγο μου στον παπά-Ζαχαρία, επανέλαβε πολλάκις ο κυρ Δημητράκης. — Κ' εγώ είχα ρίξει το μάτι μου στην κόρη της Γκλεξίτσας, στη Σκόπελο, επέμενεν άκαμπτος ο Αγάλλος.

Αυτή η γυναίκα δεν πρέπει να φανερωθή εδώ. Άκουσες; Για κανένα λόγο. Καθώς προχωρεί προς το Φλέρη ανασηκόνει νευρικά το βέλο της. Η ωμορφιά της φανερώνεται λίγο μαραμένη μα γοητευτική. Ο Τάσσος στέκεται όρθιος, σαν απολιθωμένος και σα να θέλη να κρύψη κάποια δυσαρέσκεια. Εκείνη, βλέποντας τη ψυχρότητά του σταματάει σε κάποια απόσταση. Δεν περίμενες να με δης εδώ, Τάσσο. Το ξέρω.

Άρχισε τόρα να κλαίη και να μύρεται απαρηγόρητα. Τέλος εδεήθηκε του Θεού, ακόμη μια φορά να πιάσουν τα μάγια του, για να σώση τον τόπο από τα ξωτικά. Ο Θεός τον εισάκουσε και μ' ένα λόγο συνάζει τα φουσάτα και οργισμένος, σαν να έρριχνε θανάσιμους εχθρούς τα διασκορπίζει περίγυρα.

Πρώτος ο γερο-Φοίνικας ομπρός ας οδηγέβει, Επειτα του Λαέρτη ο γιος κι' ο Αίας ο μεγάλος· και κράχτες, διο ας ακολουθούν, ο Νόδιος κι' ο Βρυβάτης. 170 Και τώρα φέρτε μας νερό να νίψουμε τα χέρια κι' όλους διατάξτε να σταθούν με σέβας, τι του Δία θα κάνουμε μια δέηση, ανίσως μας πονέσειΕίπε, κι' εκείνοι τ' άκουσαν με προθυμιά το λόγο.

Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε• «Τον λόγο σου να σ' αρνηθώ, δεν γίνεται, δεν πρέπει».

Και ξόρκιζε τους Αίιδες, ξορκίζει το Μηριόνη «Αίιδες και του Μέγη γιε, των Αχαιών αρχόντοι, τώρα όλοι θυμηθείτε τες του δόλιου μας Πατρόκλου 670 τις χάρες. Πάντα 'να γλυκό να πει είχε σ' όλους λόγο σα ζούσε... Αχ τώρα θάνατος τον πήρε κι' άγρια μοίρα

Τι ήτανε πάλι τούτο, Γιώργη μου; — Τι νάτανε! είπε κείνος ξερά και πάσχιζε να χαμογελάση. Μα το χαμόγελο ανακατώθηκε μ' ένα ζάρωμα πόνου ολόγυρα στα μάτια του. — Πώς καταλαβαίνεις τον εαυτό σου τώρα; ξαναείπ' εκείνη δειλά, πασχίζοντας να του πάρη ένα λόγο, σαν να τον ήθελε για παρηγοριά. Εκείνος έκλεισε τα μάτια του. — Δε μου μιλάς, Γιώργη μου;