United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα το να κάψτε τους νεκρούς, αμπόδια δε σας βάζω· τι μιας και πάει ο άνθρωπος, τι βλάφτει χέρι χέρι αν μερωθεί το λείψανο με της φωτιάς τη χάρη; 410 Τ' όρκου μου ας είναι μάρτυρας ο Ελυμπήσος ΔίαςΕίπε, κι' υψώνει το χρυσό ραβδί προς τα ουράνια. Κι' ο κράχτης πίσω μίσεψε κατά της Τριάς το κάστρο.

Στο πέσιμο το ελαφρό κεφαλομάντηλο ξέφυγε κέμπλεξε σε μιαγριοσυκιά. Κεκεί σειότανε μαργή και θλιβερή κίνηση, σα σημαία πένθιμη πάνω στο τραγικό λείψανο. Αν κήτο παραμορφωμένο το σώμα, ο Δρακογιώργης αναγνώρισε το Βαγγελιό.

Έβγαλε το καπέλλο του, προχώρησε, στάθηκε κοντά στο λείψανο και σταύρωσε τα χέρια. — Κείσαι λοιπόν νεκρά, ω μήτερ Θεών και κοιτίς ημιθέων! είπε άξαφνα με βροντερή και άτρεμη φωνή. Ναι κείσαι! επρόσθεσε κατεβάζοντας στο λείψανο το χέρι του και κυττάζοντας αυστηρά όλους.

Δεν άφηκε η ψυχή του Άλλο σημάδι οπίσω της παράταχνό το στόμα, Σα μιαν αχτίδα φεγγαριούτο μάρμαρο του τάφου, Ένα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένοτου γέροντα ταρματωλού τα κάτασπρα τα γένεια. Σπρώχνειτη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης, Κι' αρπάζει το δισάκκι του! 'Σ τη μια μεριά φορτόνει Το κρίθινό του το ψωμί, 'ς την άλλη ματωμένο Το λείψανό του τακριβό.

Είχα μια φίλη, που ήτανε το παν για μένα στην λησμονημένη νεότητά μου· αυτή πέθανε και εγώ ακολούθησα το λείψανό της και στεκόμουνα στον τάφο, όταν κατέβαζαν το φέρετρο, και τα σχοινιά έτριζαν, εχαλαρώνοντο και ανεσύροντο· όταν έπειτα έπεφτε η φτυαριά, το χώμα και το πένθιμο φέρετρο έδινε ένα σιγανό ήχο που γινότανε ολοένα σιγανώτερος ως ότου στο τέλος σκεπάστηκε εντελώς.

Όμως μαζί σας ήρθανε ολούθες παλικάρια, κι' ομπρός! όπιου βαστά η καρδιά, ας έρθει ομπρός απ' όλους μ' εμένα εδώ τον Έχτορα να πρωταγωνιστήσει. 75 Και να! τι λέω, κι' ας είναι ο γιος του Κρόνου μάρτυράς μας· αφτός αν με το δίκοφτο χαλκό με σφάξει εμένα, ας μου τα βγάλει τ' άρματα και στα καράβια ας σύρει, μα ας δώκει πίσω το κορμί, που καν το λείψανό μου οι Τρώες και των Τρώωνε να κάψουν οι γυναίκες. 80 Μα εγώ αν τον σφάξω, αν δώκει μου τέτιο καμάρι ο Φοίβος, θαν τον γυμνώσω απ' τ' άρματα και θαν τα πάω στο κάστρο ναν τα κρεμάσω μέσα εκεί στην εκκλησά τα' Απόλλου, δίνοντας πίσω το κορμί στ' ανάφρυδα καράβια, για να στολίσουν το νεκρό οι παινεμένοι Αργίτες 85 και μνήμα απάς στ' απλόχωρο περγιάλι ναν του στήσουν.

Της φαινόταν σαν να τα έχει λίγο χάσει, η δύστυχη, κι έτσι έπαψε να την βασανίζει. Πήρε ένα άλλο μπισκότο και πήγε να το προσφέρει στη θεια- Ποτόι, στη γωνιά της. Μια φωτεινή γραμμή έπεφτε από τη σκεπή του μικρού, ισόγειου δωματίου, φωτίζοντας το κρεβάτι όπου κειτόταν η γριά ντυμένη και με το κολιέ και τα σκουλαρίκια της, άκαμπτη σαν ξύλο, όμοια με λείψανο έτοιμο για θάψιμο.

Είπε, κι' απόμεινε ο Λυκάς σα λείψανο, και τ' όπλο χάμου αμολάει απλώνοντας τα χέρια και καθίζει. 115 Κι' εκείνος σέρνει το κοφτό σπαθί, και μια του μπήγει κατά την κλείδα στο λαιμό κοντά, που μέσα η σπάθα τού χώθηκε όλη. Πίστομα πέφτει ο Λυκάς και μένει χάμου στρωτός, και γύρω η γης κοκκίνιζε απ' το αίμας.

Μέρες εννιά οι αθάνατοι θεοί λογομαχούνε για το νεκρό τον Έχτορα και το γοργό Αχιλέα, και θεν το λείψανο ο Ερμής να κλέψει· εγώ όμως όχι! τέτια να πάθει συφορά δε θέλω ο Αχιλέας. 110 τι την αγάπη δεν ξεχνάω που σούχω και το σέβας.

Μπροστά τ' αμάξια, σύγνεφο πίσω οι πεζοί ακολουθούσαν πυκνό· κι' οι φίλοι σήκωναν το λείψανο στη μέση, κόμες γιομάτο πούκοβαν κι' απάνου τού πετούσαν· 135 και πίσω του Πηλέα ο γιος του κράταε το κεφάλι καταθλιμένος, τι έστελνε πιστό στον Άδη αδέρφι.