United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ολοτρόγυρά τους οι άντρες όλοι με τα τουφέκια. Έλεγες κ' είτανε στράτεμα και κατέβαινε. Καθώς περνούσε το λείψανο από τη θύρα της εκκλησιάς, που στεκόντανε μερικές από την παρακάτω τη γειτονιά κι απαντέχανε να περάση και νακολουθήσουν κι αυτές, βλέποντας ένας την Ασήμω, ίσια ίσια κείνος που έλεγε την αποβραδινή στο Καπελιό για τανίψι του πως η μαζώχτρα του ρίχτηκε, της πετάει μια βρισιά.

Τα όρνηα αναφτερούγιασαν... Τους κυνηγούν... προφτάνουν Και πλημμυρίζουν την αυλή... Η εκκλησιάτη μέση Παραιτημένη, ολόκλειστη... Ιδρόνει ο τοίχος αίμα... Τρίζουνε τα κονίσματα ... Τα βόλια που ανεμίζουν Εδέρνανε τα σήμαντρα και τα βουβά γλωσσίδια Ξυπνούν, λαλούνε νεκρικά... Λες κ' είχε να περάση Κανένα λείψανο απεκεί...

Εισέρχονται ΙΕΡΕΙΣ οπού προπορεύονται με το λείψανο της ΟΦΗΛΙΑΣ, ακολουθούν ΛΑΕΡΤΗΣ και ΛΥΠΗΜΕΝΟΙ· ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ με την συνοδίαν των. έρχοντ' οι Αυλικοί! ΛΑΕΡΤΗΣ Τελετή δεν γίνετ' άλλη; ΑΜΛΕΤΟΣ Αυτός είναι ο Λαέρτης· ευγενής ο νέος! Πρόσεχε τώρα. ΛΑΕΡΤΗΣ Τελετή δεν γίνετ' άλλη;

Αχ και νάξερα, κόρη μου, πως θα με συχωρέσης γι' αυτό το κρίμα, κι ας πέθαινα, ας πέθαινα να μην κλαίγω τη στέρησή σου. Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Λείψανο από μακριά γυρίζει την κόχη τον δρόμου. Ψαλμωδίες από μπρος, κι από πίσω σιγανά μυρολόγια. Οι γειτόνισσες στέκουνται και κοιτάζουνε λυπημένες. ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ Περμ.

Δέξου χαλκό και μάλαμα που πλήθος θα σου φέρει 340 να μ' αγοράσει η μάννα μου κι' ο δύστυχος πατέρας, και σπίτι πίσω δώσ' τους το το λείψανο, που μέσα να μου το κάψουν στο καστρί οι Τρώισσες κι' οι Τρώες

Κατόπιν έρχεται ένας, του παίρνει την κορώναν, την φιλεί, χύνει φαρμάκι εις το αυτί του ΒΑΣΙΛΕΩΣ και εξέρχεται. Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ επιστρέφει, ευρίσκει νεκρόν τον ΒΑΣΙΛΕΑ και κάμνει σχήματα λύπης. Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ επιστρέφει συνωδευμένος από δύο ή τρία άφωνα ΠΡΟΣΩΠΑ και δείχνει ότι συγκλαίει με αυτήν. Σηκόνουν τα λείψανο. ΟΦΗΛΙΑ Τι σημαίνει τούτο, Κύριέ μου;

Κατάντησε κόλαση η Παραμυθιά, που σαν τις αμαρτωλές ψυχές γόγγυζαν κι αναστέναζαν όλοι τους, Χριστιανοί και Τούρκοι, γυναίκες κι άντρες. Και μέσα στις φωνές εκείνες και τους παραδαρμούς ξεχώριζες τα μοιρολόγια της χαροκαμένης Βασιλικής. Ράγιζαν οι πέτρες με ταπελπισμένα ξεφωνητά της, καθώς κουβαλιούνταν το λείψανο του Μιχάλη.

Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημά του, Πηδά χαλάσματα και λαγκαδιαίς, Πέρνει το λείψανοτην αγκαλιά του... Κάλλιοτην πλάτη του χίλιαις βολιαίς. Αγριοπρίναρα, παλούρια, βάτοι, Τη σάρκα τώτρωγαν, όθε διαβή. Το αίμα του έβαφε το μονοπάτι, Εμπρός τρισκότειδο, και πίσω εχθροί. 'Σ το χιόνι εβάλτονε το παλληκάρι, Τη γλώσσα τώφρυγε δίψα σκληρή, Νύχτα θεότυφλη χωρίς φεγγάρι Και δεν απόσταινε, πάντα πατεί.

Κ' επρόβαλ' ο Σταυρός με τα ξαπτέρυγα κι' επρόβαλ' ο παπάς με το θυμιατήρι, και πρόβαλαν τέσσαρες νομάτοι μ' ένα λείψανο στον ώμο, και στο πλάγι ο Μιχαήλος ανεμαλλιάρης και λουσμένος εις τα δάκρυα... Αχ! παιδί μου! παιδάκι μου!... Ποιος το ήξευρε να τον εμποδίση!! Εδώ η τρέμουσα φωνή της συνεπνίγη υπό των λυγμών και των κλαυθμών της. Ήτον η πρώτη φορά εκείνην την ημέραν.

Εμείς οι αμαρτωλοί άλλο δεν έχουμε να δώσουμε παρά την προσευκή μας και την αγάπη μας σε τέτοιες μέρες που μας φανερώνει ο Μεγαλοδύναμος την οργή του. Πήτε μου, είστε καλά; Σας φοβερίζει η αρρώστια; Περμ. Δόξα νάχη ο Θεός, ως την ώρα καλά, δάσκαλε. Μα σε κείνο ταρχοντικό ο Χάρος έκαμε φοβερό πανηγύρι, τάφαγε όλα τα παλικάρια της Κερά Δέσπως. Ό,τι έβγαλαν του Κωστάκη το λείψανο.