Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Τα κύματά της δεν αφρίζουν, και θλίψη παντοτεινή φωλιάζει μέσα στον ίσκιο που τη γεμίζει. Ποτές ο ήλιος δε θα την παρηγορήση. Παρηγοριά δεν έχει η ζωή μου, μα ο πόνος δε με τρελλαίνει, δε χτυπώ τα στήθια μου, δε φωνάζω. Μια στιγμή, ένα δέφτερο της στιγμής, νόμισα και γω πως θα χάσω τα λογικά μου· δεν είμουν όμως ποτέ σαν το καμίνι εκείνο· είμουν πάντοτες σαν τη λίμνη.
Ως μέσα εις τα πολύδενδρα Δάση το βράδυ εισπνέει Το τεθλιμμένον φύσημα Μεσηβρινόν και φαίνεται Θρήνος ανθρώπων· Εις τον ηρημωμένον Αιγιαλόν της νήσου Ούτω φέρνουν τα κύματα Και το παράπονόν τους Η Ωκεανίναι. Τα γαλακτώδη μέλη Των παρθένων της Χίου Πλέον εσύ δεν ραντίζεις Ω λαμπρόν του Αιγαίου Ιερόν ρεύμα.
Αλλ' ουδείς ετόλμα να έμβη εις πλοιάριον, και να τρέξη προς σωτηρίαν των κινδυνευόντων. Η ορμή και τα κύματα του ποταμού ήσαν τρομερά, και μέγας ο κίνδυνος του πλοιαρίου, το οποίον ήθελε τολμήσει να πλησιάση τον ήδη κλονιζόμενον και κινδυνεύοντα θόλον. Εις μάτην πλούσιος κάτοικος της Βερόνης επροκήρυξεν αμέσως βραβείον εκατόν φλωρίων εις όντινα ήθελε σώσει την κινδυνεύουσαν οικογένειαν.
Μία δύναμις ουράνιος Εις την ψυχήν σας δίδει Πτερά ελαφρά, και υψόνεται Λαμπρόν το μέτωπόν σας Υπέρ την νύκτα. Από τα ολύμπια δώματα Δροσερόν καταβαίνει Χαράς, ελαίου φύσημα, Και στεγνόνει τα δάκρυα· Τον ίδρωτά σας. Εκεί όπου επατήσατε Ιδού οι καρποί φυτρόνουν, Και τ' άνθη ιδού σκορπίζουσι Τα κύματα ευτυχή Της μυρωδίας.
Και όμως ούτε τ' αγριεμένα κύματα που έχασκαν να μας καταπιούν, ούτε οι ατμοί που μας εστράβωναν, ούτε η παγωνιά που έπηζε το αίμα στις φλέβες, μας εβασάνιζε τόσο, όσο η λάμια που είχαμε ζωντανή μέσα μας και αλυχτούσε κ' έσχιζε με τα νύχια ίδια τα κρέατά της. Θεόστραβη, μωρέ, η πείνα εθέριζε τα σωθηκά!
Ήτο όλος αλίμενος, ονειρώδης τόπος, θεσπέσιον πέλαγος, το κράτος του Βορρά. Τα κύματα εδολιχοδρομούσαν, όλην την ημέραν, από όρθρου βαθέος μέχρι δειλινού — εις όλην την βόρειον Άσπρην θάλασαν, ανάμεσα στα Μπογάζια και τον Όλυμπον, τον Άθωνα και το Γρυπονήσι, και κοντά το βράδυ μόλις έφθαναν εις το τέρμα διά να ξεσπάσουν και αναπαυθούν στο Κάστρο του Βορρηά.
Δε θα της χαρίσουν τη ζωή της κακόμοιρης! Έννοια σου, μαννούλα, κι ερχούμαστε, μη λυπάσαι. Βούτηξε τώρα, Μαριώ μου, αγάπη μου! Βούτηξε και μας σημαδεύουν. Έμπα και συ, χρυσό μου Κωσταντινάτο, και κρύψου στη θάλασσα. Η ώρα σου δεν ήρθε ακόμα. Μα θάρθη θάρθη η ώρα σου... Και πνίγηκε η φωνή του μέσα στα κύματα. Δεν άργησε κι ο γέρος να τους ακολουθήση απ' άλλο, πιο μαύρο δρόμο.
Αυτός δε εκάθευδε». Τα κύματα έπεσον επ' Αυτόν τον Ιησούν, αλλ' Αυτός δεν εξύπνα. Έως τώρα οι μαθηταί δεν ετόλμησαν να τον εξυπνήσουν. Αλλ' ήδη το πλοίον ήρχισε να βυθίζεται, «Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα», έκραξαν τότε οι μαθηταί. Η φοβερά τρικυμία ήτις κατετρόμαξε τους μαθητάς δεν ετάραξε τον Ιησούν.
Θέλω ν' αρμενίσω στην άγνωστη θάλασσα... Θέλω να με πάνε τα κύματα μακρυά, μακρυά, καταμόναχο. Σε ποιον τόπο; δεν ξέρω, αλλά κει που ίσως θα βρω τη γιατρειά μου. Και ίσως μια μέρα θα σας υπηρετήσω ακόμη, ωραίε θείε, ως αρπιστής, ως κυνηγός, και ως υποτελής». Παρακάλεσε τόσο θερμά, που στο τέλος ο Βασιληάς Μάρκος τούκανε το θέλημά του. Τον έφερε σε μια βάρκα δίχως πανιά και δίχως κουπιά.
Κατάκοιτος μπρος στα κύματα περίμενε το θάνατο. Σκεφτότανε: «Μ' εγκαταλείψατε λοιπόν, Βασιληά Μάρκε, μένα που έσωσα την τιμή του τόπου σας; Όχι, το γνωρίζω, ωραίε θείε, ότι θα δίνατε την ζωή σας για τη δική μου. Αλλά τι μπορεί η αγάπη σας; Πρέπει να πεθάνω. Μολαταύτα είνε γλυκό πράγμα να βλέπη κάνεις τον ήλιο, και η καρδιά μου είναι τολμηρή ακόμη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν