Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Έξω πια έσβυσε, λούφαξε το μούγγρισμα του άνεμου, σιγή θανάτου απλώθηκε για λίγο, και μόνο η αστραπόλαμψη πλημμύριζε ολοένα πλιότερη και πιο άφθονη την κάμαρα. Έξω τα σκοτεινά βάθη τ' ουρανού φαίνουνταν πως κάθε δευτερόλεφτο σχίζουνταν απότομα, και κύματα λάμψης ηλεκτρικής αγκάλιαζαν τη φύση και σβύνουνταν γοργά σαν ένα στιγμιαίο απέραντο φωτεινό φίλημα.

Έρχουνται τα κύματα, φαρδιά φαρδιά με τον αφρό τους, έρχουνται και απλώνουνται, ξαπλώνουνται και φωνάζουν της αμμουδιάς· «Έλα, έλα μαζί μας, εσύ που μας μαγέβεις και μας τραβάς, έλα να σε τραβήξουμε και μεις, έλα να σε πάμε πέρα στανοιχτάΜου φάνηκε σα να είταν το τραγούδι της αγάπης. Εσύ που κοιμάσαι στην ακρογιαλιά, έλα, φωνάζει κ' η αγάπη, έλα νανοίξη ο ουρανός, νανοίξη κ' η ψυχή σου.

Ο Χοσρόης επροχώρει προς το επίνειον της Αντιοχείας την πόλιν Σελεύκειαν και, θεώμενος τα κύματα της Ανατολικής Μεσογείου ως ηλιολάτρης και πυριλάτρης, έθυεν εις τον Ήλιον και ωνειροπόλει τους εν Μικρά Ασία και εν Κωνσταντινουπόλει θησαυρούς.

Τότες στην Ήρα τη θεά με περικάλια κι' όρκους φώναξε κι' είπε ο Σκάμαντρος διο φτερωμένα λόγια «Ήρα, τι τώρα βάρθηκε τα κύματά μου ο γιος σου να βασανίσει; Όμως εγώ δε φταίω, θεά μου, τόσο, 370 όσο όλοι οι άλλοι φταιν θεοί πούναι βοηθοί των Τρώων. Μα τώρα να! λουφάζω εγώ, αν είναι αφτό ορισμός σου, κι' ας σταματήσει πια κι' αφτός.

Μόνον οι Μούσες φέρνουνε τη δόξα στους ανθρώπους, και τα πολλά τα χρήματα, που οι πεθαμμένοι αφήνουν, τα τρώνε και τα χαίρονται όσοι απομένουν πίσω. Μ' αν θέλης το φιλάργυρο να τόνε μεταλλάξης είνε σαν να σου πέρασε να πας στο περιγιάλι και να μετράς τα κύματα που στέλνει εκεί ο αγέρας, ή σαν να θες με το νερό ν' ασπρίση η μαύρη πέτρα.

Ο βράχος είναι απότομος και κάτω αγριοβογγούν αφρισμένα τα κύματα. Το παιδί ξεκούμπωσε το φόρεμά του. Το κρατεί τεντωμένο μετά δυο του χέρια, ώστε να είναι σαν παννί πλοίου. Του φαίνεται θεϊκή χαρά να αιστάνεται πως αντιστέκεται στην τρικυμία, που φοβερίζει να το γκρεμίση από το βράχο στη θάλασσα. Απάνω στη χαρά του αυτή το ξαφνίζει μια φωνή, που κράζει τόνομά του μέσα στον άνεμο.

Κατά τους χρόνους εκείνους, ενώ οι σεισμοί εξηκολούθουν εν ταις Οροβίαις της Ευβοίας, η θάλασσα επροχώρησε διά τινος μέρους, το οποίον τότε ήτο γη, και εξογκωθείσα επήλθε κατά της πόλεως· και μέρος μεν της ξηράς εσκέπασαν τα κύματα, από το άλλο δε μέρος απεσύρθησαν, και σήμερον είναι θάλασσα εκείνο, πού άλλοτε ήτο γη. Όλοι οι μη προφθάσαντες ν' αναβούν εις τα υψηλά μέρη εχάθησαν.

Και αυτός ο γέρω-Μπούμπας, οπού ήλπιζε μια φορά τέλος πάντων, να ευρεθή τα Χριστούγεννα εις την πατρίδα του, απηλπισμένος και αυτός, με οργήν έσφιγγε μέσα εις τας σκληράς παλάμας του τους αφρούς, που του έρριπτον εις το στήθος του επάνω τα κύματα, αναθεματίζων αυτά και λέγων: — Δεν με ρίχνεται σαν τον Ιωνά ς' την θάλασσα, να μπονατσάρη!

Η Μάρω ευθύς ανεγνώρισε τον σωτήρα των εκείνον όστις τα έσωσεν από τα λυσσαλέα κύματα της λίμνης.

Οι δυο καμάται, οίτινες ήσαν συνεργοί της αρπαγής, ηκολούθησαν μετ' αυτούς. Ο είς εκάθισεν επί της πρώρας, και ο έτερος ηθέλησε να υπάγη προς την πρύμναν, εις το πηδάλιον. — Άφσε, κυβερνώ εγώ, είπεν ο Κουμπής. Ο άνθρωπος επέστρεψεν εις την πρώραν. Ο νησιώτης προεστώς έλαβε τους οίακας, αι κώπαι έπληξαν τα κύματα, και μετά είκοσι λεπτά η βάρκα έφθασε παρά το πλευρόν της ναυαρχίδος.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν