Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Ιδού τα πολυτάραχα Κύματα της θαλάσσης· Ιδού, ιδού των αμώμων Ψαρών δικαιοτάτων Η τραχείαι πέτραι. Αυτού καμμία κιθάρα Φθοροποιός, όχι όργια, Όχι κρότος Μαινάδων, Ούτ' Έρωτος παιγνίδια Τον νουν συγχίζουν. Αλλ' ως, κατά το βράδυ Το θερινόν ανάπτονται Ταχείαι, συχναί η ολύμπιαι Αστραπαί και θαμβόνουσι Τους οδοιπόρους·

Θα τον ανεμοδέρνω εις τα κύματα κι' ας μη 'μπορώ να πνίξω το καράβι του! Κύτταξ' εδώ τι έχω. Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Δόσε μου να ιδώ. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ενός πιλότου έχω ένα δάκτυλο, οπού ενώ γυρνούσεν εναυάγησε, Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Τα τύμπανα! Ο Μάκβεθ έρχετ', έρχεται!

Και φέρνει κύματα σα θάλασσα κακών που το ένα πέφτει, τ’ άλλο τρίκορφο ανεβαίνει κι ολόγυρα στης πόλης μας την πρύμνα βράζοντας φουσκώνει· κι ανάμεσό μας σκέπη αδύναμη πύργος το λίγο πάχος του στυλώνει· και τρέμω με τους βασιλιάδες της να μη βουλιάξη δαμασμέν’ η πόλη. Γιατί σε τέλος βγαίνουνε με τον καιρό οι αρχαίες κατάρες με βαρειά στροφή της τύχης.

Σφοδρότατος Εύρος είχεν αρχίσει να φυσά από της δείλης, συρίζων λυσσωδώς εις θαλάσσας και ηπείρους, συσφίγγων και περιελίσσων εγγύθεν τα κύματα, εμβάλλων δίνας και στροβιλισμούς εις το πέλαγος, πεδίον άπτερον ασπόνδου πολέμου, όπου δυσδιακρίτον ήτο το τε ορμητήριον και η κατεύθυνσις του εχθρού.

Ο πόντος εμαύριζε, τα δε κύματα ελεύκαζον, φεύγοντα ως αρνία, κυνηγούμενα υπό ωρυομένων λύκων. Πέραν εγαλάνιζον τα χθαμαλά βουνά της Σκιάθου, και όπισθεν της ξηρονήσου υψούντο τα όρη της Σκοπέλου, εις τας κορυφάς των οποίων έλαμπον ακόμη αι τελευταίαι του ηλίου ακτίνες.

Ο λοστρόμος ακουμπησμένος αριστερά στην κουπαστή, γαντζωμένος από ένα σχοινί, μια έβλεπε τη θάλασσα και μια τον Καπετάν-Μοναχάκη και κουνούσε το κεφάλι του. Το κρατούσανε τραβέρσο. Ο Μοναχάκης από το κάσσαρο κύτταζε στο πέλαγο, σαν να μετρούσε ακόμα τα κύματα ένα-ένα, περιμένοντας το τελευταίο. Το ένα πιο βουνό από τάλλο. Πλάκωναν σα θερία λυσσασμένα.

Δεν ήτον όλως απόκρημνος η ακτή. Η παραλία τοιαύτη οίαν ηδύνατό τις κατά την ερεβώδη, την άναστρον και ασέληνον εκείνην νύκτα να την διακρίνη, θα ήτο γλυκεία και φιλομειδής υπό τας ακτίνας του φθινοπωρινού ηλίου, πριν πνεύση ο Εύρος ο εμφυσήσας την μανίαν του εις τα κύματα. Είς μόνος υψηλός βράχος υπήρχε, διατείνων εις την θάλασσαν τας ρίζας, όπου αμέσως εβαθύνετο το ύδωρ.

Η κοσμούρα πάλιν του Ζαππείου, ως έλεγε γραφικώς η γραία, την κατεζάλιζεν ολότελα και έκαμνε τόσους σταθμούς εις τα καθίσματα της δενδροστοιχίας, έως ου επανέλθη εις την οικίαν της, ως ζαλισμένη κόττα, παραπαίουσα, ενώ ο κόσμος, έλεγεν, ως κύματα επηγαινοήρχοντο, κύματα θαλάσσης· κ' εσάλευεν η γραία, κλυδωνιζομένη επί του πρασίνου εδράνου, υπό τας πιπερέας, αι οποίαι εκινούντο, της εφαίνετο, ως πολυέλαιοι εις τας εκκλησίας.

Ήταν παιδί της θάλασσας. Το σώι της ένα σώι μαρινάρων. Πες πως είχε αναστηθή μες στη θάλασσα. Το σπίτι τους μύριζε κατράμι. Δεν ήταν σπίτι, ήταν καράβι· μόνο τάρμενα που τούλειπαν. Καθώς ήταν απάνω στο γιαλό, όταν έπαιρνε η σοροκάδα, σάλεβε αλάκερο σαν να ταξίδευε καταμεσής του πελάγου. Τα κύματα που έσπαζαν στο μώλο, ξέπλεναν τα ντζάμια του και θαλάσσωναν το πάτωμα, σαν κουβέρτα καραβιού.

Τα κύματα εξαγριούνται σχάζοντα ως να καχλάζωσιν επί πυράς ηφαιστείου, και, το κινδυνωδέστερον, είνε ανάγκη τώρα να παρακάμψωσι μίαν πλήρη υφάλων άκραν, όπισθεν της οποίας έκειτο το Μετόχιον της Μονής. Τότε εις τας περιπλόκους αυτάς στιγμάς, ο Μανώλης, λησμονήσας να λασκάρη την σκόταν του πανίου, εδέχθη όλην την ορμήν του ανέμου, όστις το διέρρηξεν εις δύο, άχρηστον πλέον ράκος.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν