United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ήλιος φλογερός· λιοβόρι πυρωμένο σκορπούσε χρυσά, φωτεινά, θαμπωτικά κύματα, φλόγες κατάχρυσες, ο ίδρωτας στεφάνονε τα μέτωπα των δουλευτών η ευτυχία χαμογελούσε στα σπιτάκια και στα καλύβια. Καθόμαστε με το νοικοκύρη του λινού από κάτω από μια θεόρατη βελανιδιά.

Επί ώρας ολοκλήρους επάλαισαν με τα μαύρα κύματα της λίμνης, άτινα τα εκύλιον αδιακόπως, ως κολοκύνθας και τ' απώθουν επιμόνως προς την ξηράν, ως να ήθελον και αυτά να εξυπηρετήσουν τας ορέξεις της Κυρά Ρήνης.

Έβλεπες άξαφνα ένα τούτων να κύπτη να συλλαμβάνη με την παλάμην μικρόν οκταπόδιον, να το δαγκάνη εις τον λαιμόν, ν' αγωνίζεται ν' αποσπάση από τον καρπόν της χειρός του τους μυζητήρας, να τρέχη εις την άμμον και να το κοπανίζη γενναίως, εις τον πρώτον λίθον τον οποίον θα εύρισκε λείψανον παρασυρθέντος από τα κύματα ξηρολιθίνου περιβόλου κήπου ή ερείπιον πάλαι ποτέ υπαρξάσης προκυμαίας.

Σκύρος και Κύμη και πέλαγος έγειναν όλα έν πράγμα σκοτεινόφαιον, εντός του οποίου τα κύματα, όγκοι βαρείς, εχοροπηδούσαν, σωροί εδώ, σωροί εκεί, θηρία ανήμερα, με αφρούς, με αχνούς υπό μίαν φοβεράν σκοτούραν των πάντων, καθ' όλον εκείνον τον δεινόν του Αιγαίου αναβρασμόν· νομίζεις κ' έπεσον από του ουρανού των νεφελών οι παχείς όγκοι κ' εσκέπασαν βουνά και θάλασσαν.

Λες και τάγριο το κορφοβούνι της Ίδας κοιτάζει με μάτια νυσταγμένα μύριες Νύφες και Βοσκοπούλες που χορεύουνε κάτω, μέσα στους λόγγους. Θαρρείς πως τις ακούς τις φλογέρες και παίζουν! Θλιβερή απάτη της φαντασίας! Τους λόγγους εκείνους τους σαβανώνει σκοτάδι αμίλητο και βαθύ. Στρέψε κατά την αντικρινή τη μεριά, κατά τα όρη που αραδιασμένα λες και πλαγιάζουν απάνω στα ήμερα κύματα.

Βλέπω, απήντησεν η παιδίσκη, ένα καράβι. Βλέπω σύννεφα πολλά, θολά, τρεχούμενα, ανακατωμένα, φουσκοθαλασσιά, τρικυμία, θεώρατα κύματα, που χτυπούν επάνω στους βράχους, στο κάβο, στην ακρογιαλιά. — Και πώς το βλέπεις το καράβι; ηρώτησε με κομμένην φωνήν η Αρχόντω.

Η Μαργή εξηκολούθησε να τον λιθοβολή με λύσσαν, αλλά τα πλείστα των βλημάτων της ήσαν άστοχα ή δεν έφθαναν μέχρι του εχθρού, ο οποίος μεθ' έκαστον κτύπημα επαναλάμβανε το ηδονικόν επιφώνημά του: — Ω-ω-ω! να χαρώ τα χεράκια σου, Μαρούλι! Εδρόσισες την καρδιά μου. Βλέπουσα δε η Μαργή ότι τα κύματα της οργής της εθραύοντο ανίσχυρα επί του βράχου εκείνου, ήτον ετοίμη να δακρύση εκ πείσματος.

Από στιγμή σε στιγμή από τα γυαλιά του παραθυριού χύνουνταν ξαφνικά απέραντη λάμψη αστραπής, η κάμαρα τότε φωτίζουνταν φανταστικά, πλημμύριζε από στιγμοφώτιστα κύματα χλωμά και θαμπωτικά, ύστερα οι σκιές ξανάπεφταν τρεμουλιαστές τριγύρω, και μέσα σε ολίγων λεφτών φριχτή σιγή, ένιωθε κατάβαθα της καρδιάς της τον ανατιναγμό της φοβερής βροντής που απλόνουνταν με τρομαχτικό μεγαλείο στ' ουρανού τα πλάτη σε βροντώδη κύματα που ξεκούφαιναν ενώ ο άνεμος έκανε να τρίζουν τα γυαλιά του παραθυριού, σα να χόρευε· το σπίτι από σεισμό.

Ο Βιτέλλιος εκράτει το χρυσοκέντητον λωρίον του ξίφους του το οποίον κατέβαινεν εις διαγώνιον γραμμήν επί της μαλλίνης τηβέννου του. Ο Αΰλος είχε δεμένας εις τους ώμους του τας περιχειρίδας του εκ μεταξωτού κυανού με αργυράς σειράς. Οι πλόκαμοι της κόμης του εσχημάτιζαν κύματα, έν περιδέραιον εκ σαπφείρου έλαμπεν επάνω εις το στήθος του, το παχύ και λευκόν ως γυναικός.

Καταγάλανα τα κύματα του Ελλησπόντου εχόρευον γύρω μας και αι ακταί αμμώδεις εξετείνοντο καθαραί, απαστράπτουσαι, ευωδιάζουσαι.