Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα.

Μπρούλια τρίγκο. — Μάϊνα κόντρα! Μάϊνα φλέσι! — Μάϊνα γάμπιαις! — Μάϊνα φλόκια! Αι διαταγαί του πλοιάρχου αλλεπάλληλοι αντηχούσαν εν τω κυανώ του Ελλησπόντου όρμω. Ο δρόμος ανακόπτεται και η σκούνα πλήττουσα τα κύματα, ως καλή οικοκυρά εισέρχεται εις τον θάλαμόν της ν' αναπαυθή μετά τόσον κοπιώδη πλουν. — Πόντισον!

Ω! ναι! τραγούδια έπρεπε να μάθω Ρωσσικά και με θυσίαν του λεπτού εις τόνους λάρυγγός μου, ο έρως μου εις κύματα να τρέξη μουσικά, να μ' εννοήση ο ξανθός εκείνος άγγελος μου. Και τι χαρά! . . . 'συνείθισε τ' αυτί με τον καιρό, και Ρώσσος έγινα Ορφεύς και όλος αρμονία... μη τούτο το κατόρθωμα θαρρήτε σοβαρό, τα πάντα κατεργάζεται ο έρως κι' η πενία.

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Στεναγμοί ακούσθηκαν και θρήνοι; Ακούσατε καμμιά φωνή σπαρακτική να βγαίνη ή να χτυπούν τα χέρια των εις το παλάτι μέσα, όπως συμβαίνει πάντοτε, όταν κανείς πεθαίνη; Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Ούτ' ένας δούλος φαίνεται στη θύρα του. Ω, είθε να εφαινόσουν, συ, ω Παιάν, αλλού να μεταστρέψης της συμφοράς τα κύματα. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Μα αν είχε πια πεθάνει, γιατί αυτή η σιωπή;

Ώστε, καθώς είπαμεν, χάριν του καλού ο ανδρείος υπομένει και πράττει συμφώνως με την ανδρείαν — ,από δε τους υπερβολικούς όστις μεν είναι υπερβολικός κατά την αφοβίαν δεν έχει όνομαείπαμεν δε ότι πολλά πράγματα δεν έχουν όνομαίσως όμως ημπορεί κάπως να θεωρηθή ως μανιακός ή ανάλγητος, εάν δεν φοβήται τίποτε, ούτε σεισμόν ούτε κύματα, καθώς λέγουν διά τους Κελτούς.

Κάμπος βαθύς και δεντροσκέπαστος, βουνά παρακείθε αραδιασμένα σαν κύματα γιγαντένια, από τα δεξά γάλα η θάλασσα με δυο ρημονήσια παράπλευρα στη στεριά, δίπλα στακρογιάλι τόμορφο το χωριό, που φέγγανε τα σπίτια του σα γλάστρες με τα λουλούδια, και τέλος καταμεσίς στα σπίτια εκείναπαράξενο θάμα! — βράχος που στεκότανε σαν κολοσσός δίχως ταίρι, ουρανόγγιχτος κολοσσός, μήτε τέχνη μήτε συμμετρία, κι ως τόσο μεγαλείο που σέκαμνε καί τονε σεβούσουνα.

Άλλοτε, όταν ήταν κατάκοιτος στην καλύβη μπρος στα κύματα και όλοι έφευγαν μακρυά από τη βρώμα των φρικτών πληγών του, τρεις άνθρωποι μολαταύτα τον παράστεκαν: ο Γκορνεβάλης, ο Ντινάς ντε Λιντάν, και ο Βασιληάς Μάρκος. Τώρα ο Ντινάς ντε Λιντάν και ο Γκορνεβάλης μένανε πάλι στο προσκέφαλό του.

Η γραία, αφού είχε συλλογισθή όλα τ' ανωτέρω, όσον και αν είχεν εξαφθή από τα κύματα των αναμνήσεων, ησθάνθη αίφνης ζάλην, από τον σάλον οιονεί και την ναυτίαν της ζωής της, και άρχισε να ναρκώνεται, κ' ενύσταζεν ακρατήτως. Το μικρόν κοράσιον έβηχε κ' έκλαιε κ' εθορύβει «ως να ήτον μεγάλος άνθρωπος». Η μάμμη του εσκίρτησεν, εστράφη, κ' έχανε πάλιν τον ύπνον της.

Η θάλασσα αφροκοπούσε από άκρη σε άκρη κ' εκυνηγούσαν ένα το άλλο τα κύματα κ' εψήλωναν κ' εδέρνονταν κ’ εβαρυβογγούσαν, γκαστρωμένα τον όλεθρο και τον χαμό.

Τρεις ώρες πολεμούσανε τρεις ώρες στην αράδα, Το σπήλιο σεισμοδέρνονταν απ’ άκρη σ’ άκρην όλο, Και σαν καράβι απανωθιό στα κύματα κουνώνταν, Από το βροντοπάλεμα κι’ από τους βροντοχτύπους.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν