United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όταν, εξελθών από το καμάρι πίσω αφού έπιε τον καφέ του, είδε τους ναύτας να ξετινάζουν τα ράντσα των, τας κρεμαστάς των κλίνας, είπε προς τον λοστρόμον του, όστις ακκουμβισμένος επάνω εις την κωπαστήν παρηκολούθει τα κυλιόμενα πέραν αγρίως λευκά κύματα του Αιγαίου: — Θυμήθηκες πάλι την μάννα σου! . .

Βαθύτερον ακόμη εξετείνετο η αχανής του Θερμαϊκού σκοτία, του πέμποντος προς τας βορείους Σποράδας τα αγριώτερα κύματα και τας ψυχροτέρας των ανέμων ριπάς.

Η αλήθεια είνε πως ερχόταν ολόρθο στα κύματα. Μπροστά του ένα φως τρανό του φώτιζε το δρόμο. Έλαμπε το φως· μα πιο πολύ έλαμπε το τίμιο το ξύλο. Περίγυρα το πέλαγο απέραντο και μελαψό ανάδευε με σύγκρυο. Ήρθε το κόνισμα και στάθηκα σιγά στον άμμο, κρύφτηκα σε μια βουρλιά. Και το φως κοντά του παραμόνευε. Κάποιο καλογεράκι σύρθηκε απάνω του και γνώρισε το θάμα.

Φωνές και κατάρες έρχουνταν απ' όλη την εξοχή κι ο αέρας φαίνουνταν πως γέμιζε από κύματα οργής και θυμού και απελπισμού. Α! ο Θεός είταν πολύ άδικος, πολύ άδικος. Τόρα πάνε τα γλυκά όνειρα, οι καλές ελπίδες.

Πολύφημε, στα πρόβατα ρίχνει η Γαλάτεια μήλα και ρίχνοντας τα μήλα της σ' ερωτοπεριπαίζει· και συ δε στρέφεις να την 'δης μηδέ να την κυττάξης, μα κάθεσαι, κακότυχε, και παίζεις τη φλογέρα. Τώρα κτυπάει τη σκύλλα σου που σου φυλάει ταρνάκια κ' η σκύλλα προς τη θάλασσα κυττάζοντας γαυγύζει· κοχλάζοντας τα κύματα, την ώμορφη νεράιδα που τρέχει απάνω στο γιαλό, αχνά την καθρεφτίζουν.

Ταγριεμένα τα κύματα; Τα θολωμένα τα βουνά αντίκρυ; Τις μπόρες που αρμενίζανε μακριά κ' έδεναν τη θάλασσα με τον ουρανό; Τίποτις απ' αυτά δεν κοίταζαν. Τα μάτια τους είτανε στηλωμένα σε δυο κατάρτια που στεκότανε μισογερμένα απάνω στα κύματα, μ' ανοιγμένα πανιά. Η γολέττα, η άγκουρά της, ταμπάρια της, όλα στο βάθος! Τα είχε καταπιωμένα η αχόρταγ' η θάλασσα. Είταν κι ο Καπετάν Μουσταφάς εκεί κάτω.

Τα κύματα ήρχισαν ευθύς να πυργώνται, και απετέλεσαν κορυφάς, αίτινες ωρχούντο, ανέβαινον, κατέπιπτον, εσχίζοντο, διερρήγνυντο αφρίζουσαι, και ημιλλώντο να φθάσωσιν εις το ύψος τας προεξοχάς των απορρώγων ακτών.

Το κακό είνε που, σαν πέση κι' αυτουνού η αγαπητικιά του να τονέ βρη στη θάλασσα, δε θ' ανταμωθούν ποτέ... Κανένας δεν του αποκρίθηκε. Μόνο η βοή της θάλασσας επάλευε με τη φωνή του μεθυσμένου: «Παρακαλώ σας κύματα μη μου την εξυπνάτε». Ως που να γίνη το κρασί κρασάκι περάσανε πενήντα χρόνια. Κι' άλλα τόσα ως που να γίνη ο Καπετάν Δημήτρης Μπαρμπα-Δημητρός.

Ο περιερχόμενος τας στενωπούς της πόλεως, και μάλιστα τας Κυριακάς, επνίγετο εις κύματα μελωδίας εξορμώντα εκ παντός παραθύρου.

Είχε καθίσει όχι πολύ παράμερα απ' αυτής, τόσον πλησίον της, ώστε να μη δύναται ανέτως να την κυττάζη, και τόσον μακράν της, ώστε να μη φθάνη να αισθανθή του θερμού χρωτός και της αναπνοής της την γειτνίασιν. Και όμως επεθύμει να την βλέπη εωσότου εζαλίσθη να κυττάζη πλέον τα κύματα.