Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Αναστέναξε βαθιά και πήρε την άκρη της ποδιάς της Νοέμι τυλίγοντας το στρίφωμα με τα σκουρόχρωμα δάχτυλά της. «Ντόνα Νοέμι, κυρά μου, έχετε την καρδιά της μητέρας σας. Σ’ εσάς μπορώ να το πω. Όταν ο πατέρας μου με προειδοποίησε: εάν ξανασηκώσεις τα μάτια σου στον ντον Τζάμε θα σου τα βγάλω με τη βουκέντρα, εγώ τα έκλεισα και ο ντον Τζάμε από εκείνη τη στιγμή και έπειτα ήταν νεκρός για μένα.
Εις αυτήν αφίνω ακόμη μαζί με την ευχή μου και δέκα οκάδες μετάξι και άλλες τόσες στρημμένο λεπτό μαλλί και όλα τα βαμβακερά νήματα, όσα έχω έτοιμα διά τον εργαλειό». Τον εργαλειό εκείνον η κυρά Διαμάντω τον εκαμάρωνε πάντοτε ως το πολυτιμότερόν της πράγμα· τον είχε λάβει κληρονομίαν από την μητέρα της και εκείνη από την μάμμην της.
Ο Βαγγέλης εφυλάχθη, προέτεινε το λαγούτο ως ασπίδα και η οργίλη γυνή δεν επρόλαβε να του καταφέρη άλλην. — Θέλησα να σου κάμω, μια πατινάδα, κυρά μου· μονάχη σου τo ζήτησες... είπες, γιατί να μην παίζω όταν είμαι μονάχος, όπως κάνουν οι μερακλήδες. — Εγώ σου είπα, με το λαγούτο να μην καταπιάνεσαι. Άπορον πώς είχε τόσην ετοιμότητα.
Ο Αλαμάνος γύρισε και τον κύτταξε με περιφρόνηση. Ούτε κι ο θάνατος, λοιπόν, δε στόμωνε το μίσος του! Με τη θαυμαστή επιμονή του κατώρθωσε ο Αλαμάνος να τα ισάξη όλα στην πατρίδα του και να τρέξη πάλε στο μεγάλο του σκοπό. Έτυχε απάνω στο ψυχομάχημα της κυρά Πανώριας· μα κ' εκείνο ήταν σημαντικό για την υπόθεσή του.
Οι ψάλται των Καλλάνδων λέγουν μεταξύ των άλλων προς την οικοδέσποιναν επαίνων: Κυρά μου, όταν στολίζεσαι και βάζεις το φκιασίδι....
— Τι ιατρικόν θα του δώσης, ιατρέ μου; ηρώτησεν η κυρά Λοξή, κλείσασα τον ένα οφθαλμόν διά να υποδείξη προς τίνα σκοπόν η ερώτησις. — Θα του δώσω κάτι να πλύνη τα 'μάτια του. Αλλά πρέπει και να δουλεύη με τα χέρια του. — Αυτό του λέγω κ' εγώ, ιατρέ μου! Με τα χέρια σταυρωμένα και τα 'μάτια κλειστά σκουριάζει ο νους του ανθρώπου. Του λέγω να πλέκη καλάθια.
Το μικρό σου αφεντικό θέλει να μένει η Γκριζέντα στο σπίτι, να μην περπατάει πια ξυπόλητη, να μην πάει πια στο ποτάμι να πλένει. Εγώ πρέπει να κάνω την υπηρέτρια, αλλά το κάνω με ευχαρίστηση επειδή είναι για την ευτυχία των παιδιών….» «Κύριε ελέησον!» αναστέναξε ο Έφις. «Αφήστε με κυρά Ποτόι.
Ζύγωσε ο Κυρ-Λοχίας να την ψάξη. Την καλόειδε τόρα από κοντά κ' εγαργαλίστηκε πιο πολύ ο μάβρος. Καμαρώνοντας τα στρογγυλά σφιχτοδεμένα στήθια της, εζύγωσε πιο πολύ χαμογελώντας, κι απλώνοντας το ρεμένο του ανάλαφρα στη χνουδωτή τραχηλιά της, τη ρώτησε χαϊδεφτά, ξελιγωμένα· — Μη λάχη κ' έχης στελέτα στον κόρφο, κυρά μου;.. Εχαμογέλασε ντροπαλά.
Ναι, δεν βλέπω καλά από το πολύ το κλάμα.» Η Νοέμι όμως τους κοίταζε και τους δυο με κακία και έμοιαζε να διασκεδάζει με το θέαμα. «Ναι, Έστερ! Φοράς γυαλιά επειδή γέρασες πια.» «Κάθισε», είπε και σ΄ εκείνη, χτυπώντας το χέρι της επάνω στον πάγκο, και ο Έφις κάθισε πλάι στη γριά κυρά του πού έτρεμε ολόκληρη από την έκπληξη. Στην αρχή δεν ήξεραν τι να πούνε.
— Φαντάσου! είπε κι ο Δημητράκης γελώντας. — Μα τι τρέχει ; θες τίποτα ; τον ρώτησε η Ελπίδα. — Ξέρω κ' εγώ να· είπε κείνος λαβαίνοντας ύφος πικραμένο· η Κυρά δε μου φαίνεται καλά. Όλο βογγάει και ταράζει σαν το ψάρι απάνου στο κρεββάτι. Της ρίξαμε ρούχα, της ρίξαμε, μα δε μπορεί να συνέρθη. Άσκημα μου φαίνεται· άσκημα, πολύ άσκημα!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν