Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Η Κυρά Ρήνη εξημμένη εκ της οργής και του δρόμου, κάθιδρως, κατακόκκινη, με το πρόσωπον παραμορφωμένο έτρεχεν ακόμη ουχί πλέον κυρία εαυτής αλλ' ενδίδουσα εις εσωτερικήν τινα δύναμιν, σπασμώδη κίνησιν νεύρων και μυών, ως ροκέτα εις την ώθησιν της πυρίτιδος.

Κυρά, απεκρίθη ο Κουλούφ, με το πρόσωπον όλον κόκκινον, μη γένοιτο, ότι εγώ να λάβω τόσην τόλμην να υψώσω τους στοχασμούς μου εις την αγαπητικήν του Βασιλέως μου. Φυλάττω διά τούτο μίαν άκραν ευλάβειαν προς αυτόν.

Και όλοι τους είναι σοβαροί σαν να ήρθαν να πάρουν εκείνον, νεκρό, και όχι την κυρά, νύφη, και περπατούν σιγά για να μην τον ενοχλήσουν.

Κι απ' όλο τούτο τ' ανεμόχολο και τον καταποτήρα, που παράσυρε το σπίτι του ξύρριζα, γλύτωσε ο Ζώης μοναχά κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, οπού δεν είχε προφτάσει να την παντρέψη κι αυτή. Και μαζί με τους ανθρώπους του και με την ευτυχία, παν κ' η μεγάλες ιδέες του δύστυχου κ' οι πόθοι του για ψηλά σπίτια και γι' αρχοντική καλοπέραση.

Έλυσε την μαντίλα από τον στολισμένο της λαιμό και άρχισε να μιλάει με νοσταλγία για το πανηγύρι. «Όλοι είναι εκεί, και τα εγγόνια μου, η Παναγιά μαζί τους. Όλοι εκεί είναι και δροσίζονται, επειδή βλέπουν τη θάλασσα….» «Γιατί δεν πήγατε κι εσείς;» «Και το σπίτι, κυρά μου; Όσο φτωχικό κι αν είναι ένα σπίτι δεν πρέπει να το αφήνει κανείς μόνο, αλλιώς θα μπει το στοιχειό.

Εν τω νοσηρώ εκείνω δωματίω, με ολίγον φως ερχόμενον από τινος φεγγίτου την ημέραν, με ολιγώτερον την νύκτα, με μαύρον ψωμί, με το ψύχος και τας στερήσεις, γονυπετή και αλυσσίδετον προσεπάθει η Κυρά Ρήνη να παρασύρη αυτόν εις τας παραλόγους επιθυμίας της.

Παύοντας αυτές επήρεν η κυρά ένα τζιβούρι και το ελαλούσε, τραγουδώντας με μίαν φωνήν τόσον γλυκείαν και ωραίαν, που υπερέβαινε τα ίδια αηδόνια. Ο Κουλούφ ακούοντάς την αγγελικήν της φωνήν και το εύμορφον λάλημά της, δεν ημπόρεσε πλέον να υποφέρη την φλόγα του έρωτος.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Μα ποιός να ήν' εκείνος τάχα που τον φανέρωσε ο χρησμός; της δύστυχης ο άνδρας με ποιόν συναπαντήθηκε, και πού λοιπόν τον είδε; ΧΟΡΟΣ Αγαπημένη μου κυρά, αυτόν τον νηόν τον ξέρεις οπού σαρώνει το ναό; αυτός είν' το παιδί του. ΚΡΕΟΥΣΑ Ποια συφορά! ποια συφορά, ώ φίλες, έχω πάθη! να πέταγα καλήτερα εις τον υγρόν αγέρα απ' την Ελλάδα μακρυά, στης δύσεως ταστέρια.

Όχι, κυρά, εγώ την παραίτησα πια την πόστα. Και ήρθα ίσα ίσα να ξαναπώ του Χρηστάκη να μην αφήση να την πάρη κανένας άλλος. Εκεί, σαν να μ' εταράχθηκεν η καρδιά μου! — Και γιατί, Λαμπή: — Γιατ' είναι καλή δουλειά η π ό σ τ α, κυρά, καλή δουλειά!

Ω Σαέδ, εφώναξα εις τούτα τα λόγια, τι συμβουλή είνε αυτή που μου δίδεις; πιστεύεις εσύ ότι εγώ θα ημπορέσω να το δεχθώ αυτό; ας ιδούμεν αν είσαι εσύ καλός να κάμης εκείνο που τους άλλους παρακινείς, επειδή και σου δίδω την είδησιν, ότι και εσύ παρομοίως είσαι εις την ιδίαν κατάστασιν· η σκλάβα, η αγαπημένη της βασιλοπούλας, έχει την ίδιαν θέλησιν εις εσένα, καθώς η κυρά της εις εμένα, και θέλει να σε στεφανωθή· αυτή δεν είνε ολιγώτερον άσχημη από την κυράν της· αγροικιέσαι έτοιμος εις το να ανταποκριθής εις τα χάδια, που μέλλει να σου κάμη ετούτην την νύκτα, οπόταν κοιμηθήτε αντάμα;

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν