Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Και απήντησε σχεδόν αμέσως· — Όσο γι' αυτό, χάρη μου κάνεις, κυρά. Δεν είνε προκοπή απ' το παιδί. Ουδέ το ψωμί του δεν βγάζει. Ας πάη 'ς το καλό.
Παρηγορήσου το λοιπόν, κυρά μου, και παύσε από τα παράπονά σου· και ελπίζω ότι ο ουρανός, που σε εγλύτωσεν από τόσους κινδύνους που σου έτυχαν, αυτός θέλει σε κάμει να ιδής μίαν ημέραν δικαιωμένην την αθωότητά σου, και παιδευομένους εκείνους που σε εκατάτρεξαν, διατί τέτοιες παρανομίες δεν μένουν απαίδευτες.
» Έβγα, Κυρά πεντάμορφη, και Κορασιά του Πύργου! » Έβγα στο παραθύρι σου το σιδηροφραγμένο, » Για να με ιδής πως έρχομαι γυναίκα να σε πάρω, » Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι!»
ΧΟΡΟΣ ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ και έπειτα ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ Τι ευτυχής πούν' ο λαός! και εγώ η δούλα η καλή, και η κυρά μου πειό πολύ! Κι' όλες εσείς, που κάθε μια μπροστά στην πόρτα μένει, κι' ο δήμος και οι γείτονες, κι' αυτοί ευτυχισμένοι. Μα το θεό; είμαι κ' εγώ μια δούλα, κι' όμως πήρα κ' έβαλα στο κεφάλι μου τα πειό ωραία μύρα.
Μα θλίβουμε που ίδρωσε ο μακαρίτης να τα βγάλη από του λύκου το στόμα, και να τα ημερέψη. Τώρα θα πέσουνε πάλε στη χερσάδα. Αντί ν' ανοίξουμε κι άλλα, θα χάσουμε κ' εκείνα.... Δυο δάκρυα έτρεμαν στα μάτια της κυρά Πανώριας. Ο Αριστόδημος είδε την κακή εντύπωση που έκαμαν τα λόγια του κ' ηθέλησε να τα μετριάση. — Καλέ, μητέρα, μην κάνεις έτσι. Δεν είπα εγώ να τ' αφήσουμε χέρσα. Θαν τα δουλέψουμε.
Μια κοντόχοντρη γυναίκα, μαυροντυμένη, με ένα λευκό μαντίλι γύρο από το σκληρό, μαυριδερό πρόσωπο, εμφανίστηκε στο μπαλκόνι. Έσκυψε, είδε τον υπηρέτη και τα μαύρα, αμυγδαλωτά μάτια της άστραψαν από χαρά. «Ντόνα Ρουθ, καλημέρα, κυρά μου!» Η ντόνα Ρουθ κατέβηκε γρήγορα, αφήνοντας να φανούν οι χοντρές της γάμπες με τις τιρκουάζ κάλτσες.
— Πούν' τος, παπά μ'! Αφού δεν ήρθε ως ταπόψε, κόπησαν οι ελπίδες μ'!... Α! κυρά! Μη στενοχωριέσαι έτσι! Δρόμος είν' αυτός! Θάλασσες, ποτάμια, βροχές χιόνια... Η καημένη η γριά δεν μπόρεσε ν' απαντήση άλλο, αλλ' ακούμπησε τες πλάτες της στον τοίχο κι' αφαιρέθηκε μονάχη της.
Διά την τιμήν, της απεκρίθηκα, και τες χάρες που αναξίως εις εμέ δείχνεις, ω κυρά μου, δεν ημπορώ να κάμω άλλο, παρά εκείνο που της αφεντιάς σου αρέσει, και όχι εκείνο που εγώ απεφάσισα. Έμεινε κατά πολλά ευχαριστημένη αυτή εις αυτά τα λόγια, και με εβεβαίωσε με μεγάλες απόδειξες την αγάπην, που προς εμένα έφερνε.
Σχεδόν δεν άφιναν κανέναν νοικάρην να χορτάση τον ύπνον, τόσον δυνατά και τόσον συχνά ελαλούσαν. Κ' η κόττες ανάμεσα εκακάριζαν. Κ' οι δύο πετεινοί με της τρεις κόττες ετρέφοντο κ' επάχυναν καλά εκεί μέσα. Η κυρά Σταυρούλα δεν τας άφινε ποτέ να εξέρχωνται εις την αυλήν.
Πες μου, Κυρά, το μυστικόν που έχεις, και το τι έχω να κάμω διά λόγου σου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν