Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ήρχισε να βραδυάζη, κυρά μου· διότι το δάχτυλον της ώρας εγαργάλισε πλέον το μεσημέρι. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Δεν με ξεφορτόνεσαι; Τι λογής άνθρωπος είσαι του λόγου σου; ΡΩΜΑΙΟΣ Είναι, κυρά μου, ένας άνθρωπος, οπού ό Θεός τον έπλασε κατ' εικόνα του, διά να κάμη άδικον του εαυ- τού του. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλά και το λέγεις τω όντι!

Φύσα βορριά, πικρέ βορριά, για ν' αγριέψη η λίμνη Να βγάλη ταις αρχόντιτσαις με την Κυρά Φροσύνη. Άλλοι λέγουσιν ότι ο Αλής έπνιξε την Ευφροσύνην, διότι η νύμφη αυτού και σύζυγος του Μουχτάρη έπεσεν ικέτις εις τους πόδας του πενθερού της παρακαλούσα αυτόν να πνίξη την Ευφροσύνην ίνα μη συχνάζη εις αυτήν ο Μουχτάρης, όστις ένεκα του προς την Ευφροσύνην έρωτος σπανίως έμενεν εν τω χαρεμίω του.

Ως φαίνεται, η γυνή αύτη είχεν ηπλωμένα ενδύματα προς στέγνωσιν επί τινος φράκτου, άτινα εκλάπηοαν, και αι υπόνοιαί της είχον πέσει επί της Εφταλουτρούς, περιπολούσης πάντοτε εκεί τριγύρω. — Α! έκραξε· συ είσαι που ταις κάμνεις αυταίς ταις δουλειαίς, κυρά αρχόντισσα γυφτοπούλα; Μπράβο σου. Η Αϊμά έμεινεν άναυδος. Δεν είξευρε τι να είπη.

Η κυρά Διαμαντηρείζενα τόσον το άσπριζε, το ασβέστωνε, το εσφουγγάριζε, το επαράκαμνεσχεδόν καθημερινώςτο ανωφερές εκείνο άδυτον του οίκου, όπου είχε τα Εικονίσματα με την κανδήλαν, ολίγα κιβώτια, ένα κομμόν, καναπέν κτλ., ώστε τούτο ήστραπτε κυριολεκτικώς από την λευκότητα και την καθαριότητα.

Οι παίδες έξω εις την πλατείαν ιδόντες αυτόν εν τη σκοτία της νυκτός ήρχισαν εν χορώ: Φώτο-σβέστη! Φώτο-σβέστη! — Ακόμα 'λίγο ναρθώ μονάχη μου! Είπεν η κυρά Μανωλάκαινα, όλη χρυσή και ωραία, αναμένουσα προ τόσης ώρας τον σύζυγόν της, ίνα την οδηγήση εις τον ναόν.

Η φαμιλιά μ', όξ' από λόου σου, βγήκε την νύχτα προς νερού της, όξ απ' το καλύβι, κυρά Γιαννού μ', κ' εγύρισε 'πίσω κακά κι' αδέξια . . . Ντούρμα βγήκε, κ' εγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη, αγρούνιστη . . . Χτυπήθηκε, μακρυά από λόγου σου . . . Η γλώσσα της κρεμασμένη, όξ' απ' το σιαγόνι της, τη λαλιά της την έχασε, την ηύρε κακή θερμασιά και κρυάδα κι' ασπασμοί . . . Κείτεται στο στρώμα μισοπεθαμμένη!

Σώσε μας, θειακούλα μου· πάρε μας μαζί σου. Ήθελαν να τα πάρη μαζί της τα πτωχά. Αλλά δεν ήτο δυνατόν· ποίος ηδύνατο ν' αντιστρατευθή εις τας επιθυμίας της Κυρά Ρήνης; Η Κυρά Καλή εγνώριζε πολύ καλά, ότι λαμβάνουσα αυτά υπό την προστασίαν της, αντί να τα ωφελήση, εξήγειρε περισσότερον την οργήν της αδελφής της εναντίον των. Αλλ' εκτός τούτου εκινδύνευε και αυτή η ιδία.

Κάθισε· κάθισε να σ' τα πω! Και καθίσας πρώτος εκείνος ήρχισε προσπαθών να διηγηθή τα γενόμενα και ν' απαρτίση εις έν όλον τα πράγματα, τας εντυπώσεις αυτού και τα αισθήματά του. — Μπήκα, που λες, Μαριώ μου, κ' ένας υπηρέτης, — ντρεπόμουνα που τον κύτταζα, τόσο ωραία ρούχα φορούσε . . . — Τι τα θέλεις τώρ' αυτά, διέκοψεν ανυπομονούσα η κυρά Δημήτραινα. Λέγε, τι έγεινε! — Στάσου δα, μη βιάζεσαι.

Να ψάξης να βρης το γράμμα. — Μη με χασομεράς, κυρά μου, είπε ο Μαθιός. Δεν τώφαγα το γράμμα σας. Σαν είχα σας τώδινα. Το αίμα τού είχε ανεβή στο κεφάλι. Έκαμε να φύγη. — Πού πας; Να ψάξης να μας βρης το γράμμα. Σαν τώχασες να πας να το βρης. — Μπορεί και να χάθηκε, είπε πάλι ο Μαθιός. Από μέσα του τους λυπότανε κιόλα. — Μπορεί και να χάθηκε στα δρόμο. Εδώ ανθρώποι χάνονται.

Η Ζεμπρούδα ήκουσε πολύ μέρος από τα όσα μου είπεν ο Αναΐππης, και βλέποντάς με σκεπασμένων με ξεσχισμένα φορέματα, ω Ουρανέ, εφώναξε, τι δηλοί τάχατε ετούτη η μεταβολή; τι σου είπεν άρα γε εκείνος ο άνθρωπος; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, ο Κατής είνε ένας πολύ κακότροπος άνθρωπος, μα αυτός θέλει είνε ο ίδιος τζελάτης της κακής του διαθέσεως.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν