Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Τα δάκρυά της σβύσανε τη φλόγα του κι' ο Πέτρος έγινε κρύος σαν το μάρμαρο. Η Μαρία τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τα χείλια της σαλέψανε μ' ένα παράπονο, που δε στάθηκε παρόμοιο στη γη. Και του είπε, κυττάζοντας τα βασιλεμένα μάτια του: — Αλλοίμονο! γλυκέ μου. Πόσο μοιάζω κ' εγώ με το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού, που αγκαλιάζει το κρύο το μάρμαρο.

Από ένα παράξενα γλυμμένο κιβώτιο, που η μητέρα του η Θέτις το είχε φέρει στο πλοίο του, ο αρχηγός των Μυρμιδόνων βγάζει τη μυστική κύλικα, που ανθρώπου χείλη ποτέ δεν την είχαν αγγίξει, και την καθαρίζει με θειάφι και με κρύο νερό την δροσίζει και πλένοντας τα χέρια του γεμίζει το γυαλισμένο της κοίλωμα με μαύρο κρασί και ραντίζει τη γη με το πηκτό αίμα του σταφυλιού προς τιμήν Εκείνου, που εις τη Δωδώνη προφήτες με γυμνά πόδια προσκυνούσαν, και προσεύχεται σ' Αυτόν, μη ξέροντας ότι του κάκου προσεύχεται κι ότι από τα χέρια δυο ιπποτών της Τροίας, του Ευφόρβου, του γυιού του Πανθέως, που τα τσουλούφια του με χρυσάφι ήταν θηλυκωμένα, και του γυιού του Πριάμου του λεοντόκαρδου, ο Πάτροκλος, των φίλων του ο φίλτατος, θα εύρισκε το μοιραίο τέλος.

Η γραία την εδίπλονε και την έρριπτεν εις τον πυθμένα του θυλάκου της. Ελέγετο δε ότι τα τοιαύτα ενδύματα, όσα κατώρθου συχνάκις να αποσπά, τα επώλει εις τους εβραίους μεταπράτας, οίτινες ήρχοντο είς τον τόπον από καιρού εις καιρόν. — Δώσε μου και δυο κάρβουνα, κόρη μου, έλεγεν είτα η γραία. Ήθελα ν' ανάψω ολίγη φωτίτσα, να πυρωθώ. Κρύο, κόρη μου, κάμνει κρύο εις εκείνη την τρύπα.

Το σίδερο έσκιζε με κόπο το λεπτόγαιο χωράφι, που αντιστέκετο όσο μπορούσε, λες και δεν ήθελε ν' ανοίξη τα σπλάγχνα του στο κρύο, το σκληρό, το άπονο σίδερο.

Και την αγάπησε πολύ την ξακουσμένη Μάρων Ο Γιάννος ο περίφανος, ο Γιάννος ο λεβέντης, Μ’ όλη τη λαύρα της καρδιάς, σαν που αγαπάει τ’ αυλάκι Κρύο νερό και ξάστερον απάνω του να τρέχη, Σαν που αγαπούνε τη δροσιά της νύχτας τα λουλούδια Και της αυγής τες λαμπερές κι’ ολόχρυσες αχτίδες, Σαν που αγαπούνε τα βουνά τα χιόνια τον χειμώνα, Τα γίδια και τα πρόβατα τον Μάη, το καλοκαίρι, Η θάλασσα τον ουρανόν, ο Απρίλης τα λουλούδια Η ημέρα την ηλιολαμπήν, η νύχτα το σκοτάδι, Τ’ αηδόνια τα πυκνά κλαδιά, κι’ ο αγέρας τον αιθέρα... Κι’ από τον πόνο τον πολύ και την μεγάλη αγάπη Της στέλλει προξενήτρα του μια αρχόντισσα μεγάλη Και δαχτυλίδι ολόχρυσο μ’ ατίμητα πετράδια Και τη ζητάει γυναίκα του και ταίρι της καρδιάς του.

Τα μάτια του ήτανε κλειστά και το μέτωπό του λευκό και κρύο σα μάρμαρο. Σα μιαν ασπράδα απ' το φως του φεγγαριού είχε μείνει απάνω στην όψη του. Κι' απάνω απ' το κλεισμένο του στόμα μια λευκή πεταλούδα, ένα φτερωτό φιλί πλανημένο απ' τη μαγική νύκτα, σάλευε τα φτερά της σα να ήθελε ν' αναπαυθή στα χλωμά του χείλια. Μακριά μέσα στη μέση της λίμνης το μονόξυλο έρημο γλυστρούσε απάνω στα ήσυχα νερά.

Νιαούριζε, σπαρτάριζε, κάρφωνε τα νύχια της στα φορέματα του. Μα εκείνος ήσυχος, με κρύο χαμόγελο την κύτταζε και τις τράβαε τ' αφτιά, της στραγγούλιζε τα πόδια, της έσφιγγε το κεφάλι. — Μα τι σου κάνει το ζω και το πιλατεύεις; του είπε ο Δημητράκης από τη θέση του. Εκείνος τη δουλειά του· η γάτα παράδερνε στα χέρια του και νιαούριζε απελπισμένα.

Την Κυριακή μετά το Πάσχα πήγε σε μια μικρή αγροτική γιορτή στο ξωκλήσι της Βαλβέρντε. Ήταν ένα κρύο απόγευμα και στην κοιλάδα του Ιζάλε φαινόταν να κυριαρχεί ακόμη ο χειμώνας αφού την έδερνε ο βοριάς και το Μόντε Άλμπο κάτω, στο βάθος, ανάμεσα στα σύννεφα έμοιαζε με καράβι που είχε εξοκείλει σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Λοιπόν, όσα γιατρικά είπε, αυτά πρέπει να ζητήσουμε· φιλί κι αγκάλιασμα και να ξαπλωθούμε καταγής γυμνοί· κάνει κρύο, μα θα το υποφέρουμε κ' εμείς όπως ο Φιλητάς. Αυτό τους γίνηκε νυχτερινό μάθημα. Κι όταν την άλλη μέρα έβγαλαν τα κοπάδια στη βοσκή, φιληθήκανε μόλις ιδώθηκαν, πράμα που δεν το είχαν κάμει ποτέ προτήτερα, και σφιχταγκαλιαστήκανε.

Στο κρυό ταγέρι του βουνού καπνίζει ο ανασασμός του, Λες ότι από το στόμα του ορμούν και ξεθυμαίνουν Σαν από βράχου σχισματιά η ακοίμηταις η φλόγαις, Όπου κρυφόβραζαν βαθειά ’ς του γένους μας τα σπλάχνα. Πανουριάς και Πανουργιάς Ξηροτύρης το επώνυμον.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν