Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Κι αν με λερώση ο κορνιαχτός κι' αν με μαυρίση ο ήλιος, Απάνου εκεί θα να νιφτώ 'ς το κρύο νερό της βρύσης, 'Στά γρέκια 'ς τα προσκάμνια μου θα γείρω ν' ανασάνω, Θα να βοηθήσω 'ς τ' άρμεγμα του γέρου μου πατέρα, Και σαν νυχτώσουν τα βουνά και πάη αυτός 'ς το σκάρο, Τ' αδράχτι, η δρούγα κι' ο αργαλειός μ' ακαρτερούν εμένα. Δώδεκα μέρες κούρευαν, δώδεκα μέρες δέναν.
Εκεί κοντά στη ρεμματιά πούχει το κρύο νεράκι. έστησα το κρεββάτι μου κ' έστρωσα απάνω στρώμα μ' άσπρες και μαλακές προβειές από 'γελάδες άσπρες, που ο λίβας μου τις γκρέμισε 'ψηλά από τακροβούνια ενώ βοσκούσαν κ' έτρωγαν της κουμαριάς τα φύλλα. Τη φλόγα του καλοκαιριού τόσο τη λογαριάζω, όσο τα λόγια των γονιών ο ερωτοχτυπημένος.
Ούτε την νύκτα λοιπόν δε μπορώ να γλυτώσω εξ αιτίας σου από την αναθεματισμένη τη φτώχεια; Αν κρίνω από τη μεγάλη ησυχία που είνε έξω και από το κρύο που δεν άρχισε ακόμη, όπως συμβαίνει κατά τις πρωινές ώρες, να με παγόνη — αυτό σαν τον καλλίτερο ωροδείκτη με ειδοποιεί ότι πλησιάζει να ξημερώση — δεν είνε ακόμη μεσάνυχτα, και όμως αυτός ο ξενύχτης, ως να τον έχουν βάλη να φυλάττη το χρυσούν δέρας, ήρχισε από νωρίς να κράζη.
— Καλώς ορίστε, παπού· σαν το κρύο νερό· είπε χαμογελώσα η Μπήλιω και φιλούσα την χείρα του.
Ρώτα το Θεό που μούδωκε τα βάρητα. Δυο αδερφάδες να παντρέψω. Με τι; Η ωμορφιά δε φτάνει σήμερις. Σαν το κρύο το νερό ήτανε . . . ΜΙΣΤΡΑΣ — Δεν είχες όβολα, πα να πη, κακομοίρη. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Σαν το κρύο το νερό ήτανε, που λες, εξοχώτατε. Μαραθήκανε και γίνανε σαν τη σταφίδα. Κ' εγώ μαζή τους. Η μεγάλη χτίκιασε απ' τον καϋμό της, απ' το σεκλέτι, πάει.
Η θεια το Γιαλινάκι επήγε 'ς ένα ξάδερφό της, που ήτον κάπως μεγάλος και τρανός, ανώτερος υπάλληλος του Κουβέρνου, κι' αυτός την ορμήνεψε να βάλη μαστόρους να ξεσκεπάσουν το σπίτι, για να την αφήση να πεθάνη απ' το κρύο, κι' από το άλλο μέρος, να του κάμη το σπίτι απάνω του, &οικονομικά&, καθώς το ξανάλεγε ύστερα η θεια Μορισίνα.
«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά-αργά « γκρουπ-γκρουπ- γκρουπππ... ».
Κάποια σ' ένα δροσόνερο σκύφτει σιγά και πίνει, άλλη διαβαίνει ονειρευτή στο κρύο το δειλινό κι άλλη άπιαστη γοργοπετά και πίσω δεν αφίνει μηδέ όσο ροδοσύννεφο στον αυγινό ουρανό. Όλες εσείς την ώρα αυτή καθώς σιγοπερνάτε κι αυλές μπροστά μου φεύγετε και χάνεστε θολές, ή τα χλωρά στεφάνια σας περήφανες κρατάτε, ή κουρασμένες σέρνεστε σε λιτανίες δειλές,
Βόσκουν αυτά με την δροσιά και με το κρύο της νύχτας Σε γούπατον, σε λαγκαδιά και 'ς όχτους απλωμένα. Γλυκός γλυκός αντίλαλος χύνεται απ' τα κουδούνια, Κάποτε ο νυχτοκόρακας, κάποτε αγρίμι σκούζει, Κάποτε σκύλου βάβυσμα βαθιά βαθιά γροικιέται Μέσ' 'ς τη μαυρίλα την πυκνή.
Εν γένει δεν σε πιάνει κανέν από τα σοβαρά νοσήματα, αλλά, και αν σούρθη καμμιά φορά κανένας ελαφρός πυρετός δεν τον αφήνεις να σε κυριεύση, αλλ' αφού τον υποφέρεις ολίγον, σηκώνεσαι και τον τινάζεις πέρα, αυτός δε φεύγει τρομασμένος που σε βλέπει να πίνης κρύο νερό και ν' αδιαφορής τελείως δι' όσα λέγουν οι γιατροί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν