Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Μπροστά στα μάτια της είδε άξαφνα η κοπέλλα το νέο τον κυνηγό, που πάντα τον εκαρτερούσε και πάντα τον απόδιωχνε. Μια ντροπή χύθηκε κ' έβαψε με κοκκινάδι το πρόσωπό της. Γιατί οι κοπέλλες έχουνε κρυφό και μυστικό τον ύπνο τους και τον φυλάνε απ' τα μάτια των παλικαριών. Ο κυνηγός την καλημέρισε με πνιγμένη φωνή. — Τι θέλεις από μένα, κυνηγέ, με το τουφέκι; του είπε δειλά.

Αυτά εσυλλογιόταν η Σμαραγδούλα, ενώ η καϋμένη η γρηά θεία της είνε να χάση το νου της με το φυσικό της ανεψιάς. Να την αγαπούνε τόσοι, να την κυνηγούνε, να είνε έτοιμοι να φαγωθούν, κι' αυτή να θυμώνη, να τους βρίζη, να μη θέλη να τους ξέρη. Η πατινάδες και τα τραγούδια, εκείνο που για της άλλες κοπέλλες ήταν χαρά και πανηγύρι και καύχημα, για την Σμαραγδούλα ήταν αφορμή θυμού.

Και για την τύχη τη δική μου και για τη δική σου την τύχη. Τι καλό είδαμε τόσα χρόνια σε τούτον τον τόπο; Οι ανθρώποι εδώ απογίνανε, δεν είνε να ζήση κανείς. Όλο και το συμφέρον, ο παράς κυβερνάει τον τόπο μας. Πρόστυχοι ανθρώποι, βλέπεις, χωρίς ανατροφή, Χωρίς ευγένεια απάνω τους. Όλες οι κοπέλλες μένουνε στο ράφι.

Έλεγες και γυρίζαμε από γιουρούσι σαν ανεβαίναμε.....Εκεί, κάτω από τη μεγάλη την καρυδιά, σιμά στη βρύση, εκεί πηγαίνω ακόμα και καθίζω κάποτες και ρωτώ τις πέτρες και τα δέντρα αν το θυμούνται το φαγοπότι εκείνο!.... Ποιος δεν τραγούδησε εκείνη τη βραδινή!.... Πήγε να βασιλέψη η Πούλια, κι ακόμα γλέντιζαν κοπέλλες, αγόρια, κι αντρόγυνα.

Γυρίζει στην Πόλη, πιάνει φτωχικό σπίτιίσια ίσια το σπίτι που κατόπι το ξανάχτισε και τόκαμε κατάστημα για όσες παρόμοιες κοπέλλες θέλανε να ξαναζήσουν τίμια — κ' εκεί πότε με το κλώσιμο, πότε μ' άλλ' αργόχερα, καψόβγαζε το ψωμί της. Εκεί την αντάμωσε ο Ιουστινιανός, την ερωτεύτηκε, κι αποφάσισε να την πάρη γυναίκα του. Η θεια του η Ευφημία φυσικά μήτε να τακούση τέτοιο πράμα.

Γκόλφι την είχε το χωριό κι' ο Όλυμπος τραγούδι, Τα μάτια τα γραμμένα της και το τρανό όνομά της Σκάζει τους νιους τους δύστυχους, πλαντάζει τες κοπέλλες, Κ' ένα φτωχό βοσκόπουλο κι' ώμορφο κι' αντρειωμένο, Απ' άλλο, μακρυνό χωριό, το μπλέξανεαγάπη.

Και τι καλό είδαν, ευλογημένη, κι' αυτές που παντρευτήκανε; Πίκρες και βάσανα. Το κάτω-κάτω της γραφής, πού να τον βρούμε το γαμπρό; Να ξύσωμε τον τοίχο να τον φκιάξωμε; Εδώ είνε κοπέλλες σαν το κρύο νερό, που δε γυρίζει κανένας να τις γυρέψη. Οι γαμπροί σήμερα θέλουνε χιλιάδες, πολλές χιλιάδες... — Τάζει ο κόσμος, παπά μου. — Και σαν τάξωμε, πού θα βρούμε ύστερα να τις μετρήσωμε;

Όταν κουράσθηκε να χορεύη, η πιο όμορφη από τις κοπέλλες πέρασε το λευκό της χέρι γύρω από τη μέση του και τον έσυρε παράμερα κάτω από τις ψηλές λεύκες. Περπατούσαν αμίλητοι απάνω στο μαλακό χορτάρι και δεν άκουγαν τα βήματά τους. Ύστερα η ξανθή κοπέλλα τον έφερε δίπλα σε μια βρύση. Το κρυσταλλένιο νερό της βρύσης κυλούσε σαν φως απάνω στα πυκνά πολυτρίχια, βουβό, χωρίς κανένα γαργάρισμα.

Τώρα; Οργιές και μπόγια Πάνε τα Γαλαρόκαμπα, το Κουρμολιάσα σιάδι. Ο Τσάρκος, η Κουρκούμπετα, η Γκάλτσα, η Τσάγια ο Μπάρρος. Δεν ξεχωρίζουν πούπετα. — Καιτο χωριό; — Νυχτέρι Θάχουν απόψε σπίτι μας. Του Τρίκκα τα πουρνάρια Κούτσουρα τετραπανωτά θα καίγουντη γωνιά μας, Και παραστιάς ολόγυρα, μέσ' αφ' τον πυρομάχο, Της γειτονιάς αραδιαστές θα κάθονται η κοπέλλες.

Έτσι το είχε προφητευμένο η μεγάλη η Προφήτισρα στους Δελφούς· πως σαν πλακώσουν οι «Δωριείς» στην Αθήνα, απ' όποιο μέρος σκοτωθή ο Βασιλιάς, εκείνο το μέρος θα νικήση. Συλλογίστηκε λοιπόν τότες ο Βασιλιάς, κ' είπε της γυναίκας του. — Γυναίκα, εδώ άλλον τρόπο δεν έχει. Ή πρέπει να σκοτωθώ, ή θα μας κάψουν τη χώρα, θα μας σφάξουν τα παλικάρια, θα πάρουν τις κοπέλλες μας σκλάβες, ίσως και σένα μαζί.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν