Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Ιστορικό περιβόλι. Τη βλέπεις εκείνη τη Τζιτζιφιά; Στον καιρό μου οι κοπέλλες κρέμαζαν εκεί κούνιες και κουνιούνταν, και τραγουδούσαν τα πονεμένα τους λιανοτράγουδα. Η φωνή τους είταν καθώς και τώρα· ψιλή ψιλή και χαμηλή, σα να μην τολμούσε νάβγη έξω μ' όλη τη δύναμή της. Ίσως έχει κι αυτό το λόγο του.

Μετά λίγη ώρα η συνοδιά κατέβαινε στο λιμάνι, κ' οι Κρητικοπούλες που φορτωθήκανε στο τρικάταρτο το καράβι δεν ξανακούστηκαν πια με τα χαριτωμένα τους τα ονόματα. Ξεκινώντας την άλλη μέρα το πλοίο, κοίταζαν οι κοπέλλες το κορμί της αρχοντοπούλας απάνω στα κύματα δεμένο μαζί με τον αδερφό της το Ζανουλάκη.

Όπου καμμιά παρδαλή, όπου καμμιά ξεμυαλισμένη, όπου καμμιά φτιασιδού, εκεί πέφτανε τα μάτια των αντρών. Κανένας δε γύριζε να κυττάξη τις κοπέλλες. Η φρονιμάδα κ' η νοικοκυροσύνη δεν είχανε πια πέρασι, όπως στον παληό καιρό. Όμως η Ταρσίτσα είχε κ' ένα παράπονο με τον παπά. Ποτές δε φρόντισε κι' αυτός σαν καλός συγγενής για την αποκατάστασί της. Ποτές δεν κούνησε το χέρι του.

Όλ' αυτά τα ηπειρωτικά πλήθια συνειθίζουν μια φορά κάθε χρόνο κατά τον Τρυγητή να ξυπνάν με τον ποδοβολητό και με τες φωνές τους από τον χιλιόχρονο ύπνο τους τους παλιούς αντίλαλους των σκόρπιων και θλιβερών χαλασμάτων της ερημωμένης Καστρίτσας. Τα παιδιά τα μικρά κ' η κοπέλλες έτρεχαν εδώ κ' εκεί, σαν πεταλούδες, κ' εμάζευαν χεριές χεριές τα χινοπωριάτικα τ' αγριολούλουδα.

Θα σας κάνω το διερμηνέα, λέγει στον Αγαθούλη. Ας μπούμε· είναι ταβέρνα. Ευθύς δυο γκαρσόνια και δυο κοπέλλες του ξενοδοχείου, ντυμένοι χρυσά φορέματα, με μαλλιά δεμένα με κορδέλλες, τους προσκαλούνε να κάτσουνε στο τραπέζι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Συ δεν είχες πίστι δώση πως θεές είνε και τούτες, ούτε ο νους σου το είχε βάλη. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Όχι, όχι μα τον Δία• εγώ είχα γνώμην άλλη, πως καπνός, δροσιά κι' ομίχλη ήτανε μονάχ' αυτές. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ε, 'ς αυτό δεν έχουν δίκηο; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα σαν είν' αυτές Νεφέλες, πώς τους ήλθε, πες μου, κ' ήλθαν όπως κ' η θνητές κοπέλλες, με το να μην είν' κι' αυτές σαν και τούτες της θνητές;

Τες χειμωνιάτικες βραδιές, που στα βουνά χιονίζει, Γύρ' απ' την πύρα του σπιτιού συνάζονται η κοπέλλες, Και πλέοντας ξόμπλια ωριόπλουμα, τέτοια τραγούδια λέγουν. Άγουρος του χωριού κ' εγώ, παιδί κ' εγώ της στάνης, Όσες βολές κάμπους, βουνά, στάνες, χωριά διαβαίνω Κι' οργώματα και ποταμιές, τέτοια τραγούδια λέγω.

Ένας Μαύρος άρπαξε τη μητέρα μου από το δεξί μπράτσο· ο υπολοχαγός του καπετάνιου μου την κρατούσε από το αριστερό· ένας μαύρος στρατιώτης την έπιασε από τόνα πόδι, ένας από τους κουρσάρους την κρατούσε από τ' άλλο. Όλες μας οι κοπέλλες βρεθήκανε σε μια στιγμή να τραβιόνται από τέσσερις νομάτους. Ο καπετάνιος μου μ' έκρυβε από πίσω του.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν