United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσ’ απ’ την κάμαρη ακούστηκε άξαφνα η στριγγλιάρικη φωνή της γριά-καρακάξας της Χαρζανοπουλίνας: « Αχού, Βεργινία μου ! τι κακό που σούρθε ! Αχού, περιστεράκι μου! και που μας αφήνειςκαι το ψεύτικο παράπονο του μυρολογιού της ξέσχισε το πέπλο της σιγαλιάς και της νάρκης της φεγγαράτης νύχτας Ένα σκυλλί μέσα σε μιαν αυλή ξύπνησε κι άρχισε να ουρλιάζη... Ήτον αργά πια.

Έβγαλε τις φωνές η Λιόλια κ' έτρεξε με τα γέλοια κάτω στην κουζίνα. Ο Νίκος από πίσω. Την κυνηγούσε στην αυλή κι αυτή ξεφώνιζε απ’ τα γέλοια. Ξαναμπήκανε μέσα στην κάμαρη κ’ έτρεξε η Λιόλια να φυλαχτή κοντά στη Βεργινία, πίσω απ' το κρεββάτι. Ήτον κατακόκκινη, σα μαγιάτικο τριαντάφυλλο χιονισμένο απ’ τα χαρτάκια· τα μαλλιά της στέκονταν ανάερα σα χρυσό σύννεφο.

Ήθελε ο Νίκος να πιάση κάμαρη αλλού, μα χρώσταγε τρία νοίκια και δεν μπορούσε να φύγη πριν να πάρη κάτι λεφτά που τούμεναν απ’ τη δουλειά του. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η Λιόλια ήταν τώρα γυναίκα του Νίκου.

Ξάναβε λες και μάζευε όσο αίμα της είχε απομείνει στις φλέβες της, τα στερνά της χρώματα όλα στα μάγουλά της και τα μάτια της γυάλιζαν υγρά και γινόταν πάλι όμορφη, σχεδόν όπως ήτον όταν τη στεφανώθηκεν, εδώ κι οχτώ μήνες. Στο σπιτάκι, πούχανε νοικιασμένα, είχανε μια μεγάλη κάμαρη στο ισόγειο και την κουζίνα στο υπόγειο. Είχανε δική τους αυλή με το πλυσταρειό κι όλα τα χρειαζούμενα.

Τους χαλάσαμε το ειδύλλιό τους. ΛΕΛΑΑυτή είναι η ζωή. Η Δώρα απομακρύνεται ταραγμένη από το Νίκο και κάνει πως κάτι ζητεί στο τραπέζι. Πέρνει την καρτολίνα της και φεύγει προς την κάμαρη της. Ο Νίκος με αδιάφορο ύφος, αλλά με φανερή ταραχή προχωρεί προς τη μεσιανή θύρα και φεύγει. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΈνα ειδύλλιο. ΛΕΛΑΑλλοίμονο! Στη ζωή όλες οι τραγωδίες αρχίζουν σαν ειδύλλια.

Μα μπαινόβγαινε κι απ'την καλή την κάμαρη, που ήτον ισόγεια σχεδόν μ' ένα-δυο σκαλοπάτια ξύλινα Αχ, πάλι σκαλοπάτια ! λες βάλθηκαν κι αυτά να την κουράζουν ακόμα περισσότερο, πότε για να τινάξη κάτι προσκεφαλάδες με μεγάλες μάρκες που τις είχε κεντημένα η ίδια ανεβατό, πότε για να ξεσκονίση τα χαρτένια λουλούδια πούχε σε δυο φαρφουριά πάνω στην εταζέρα ή για ναπλώση ένα-δυο ρουχαλάκια πούχε κάνει σαπουνιστά στη λεκάνη και που γαλάζωναν απ’ το λουλάκι απάνω στο σκοινί• κ' έσκυβε και σφουγγάριζε τα νερά πούχανε στάξει απ’ τα ρούχα στα σκαλιά και στις πλάκες μπρος την πόρτα κ’ έπειτα πήγαινε ναπλώση και το σφουγγαρόπαννο πιο πέρα από τα ρούχα στο ίδιο το σκοινί, που ήτανε δεμένο απ' το στρόφιγγα της πόρτας σε μια μικρή ζαλισμένη μυγδαλίτσα-γιατί δεν έφθανε ως τη μάντρα πέρα. . και κάθε φορά πούρριχνε κάτι απάνω στο σκοινί, η μικρή ζαρωμένη μυγδαλίτσα- που δεν είχε ακόμα ανθίσει-λύγιζε ίσαμε κάτω και τιναζόταν πάλι απάνω, απ’ του σκοινιού το τράβηγμα, με τα γυμνά κλαριά της σηκωμένα σα χέρια στον αέρα.

Πολύ του κακοφάνηκε του Νίκου που έφυγ' έτσι η Λιόλια, χωρίς να την ιδή- μα δεν ταπόδειξε ούτε στη γειτόνισσα, ούτε στους φίλους του Κάθησε ο Νίκος κοντά δέκα μέρες, ολομόναχος στην κάμαρη την έρημη. . . Στη θεια Ελέγκω δεν πήγε ολότελα γιατί ντρεπόταν εξ αιτίας της Λιόλιας, γι’ αυτά πούχαν ακουστή.

Και όχι μόνο τότες. . . Άμα θ' άνοιγε την πόρτα ο Νίκος να μπη στο σπίτι κι ακουγόταν η φωνή του, μόλις που της έλεγε κουβέντα ή της έδινε τίποτα στο χέρι, αυτή γινόταν παπαρούνα. Κ' εύρισκ' αιτία και ξέφευγε απ' την κάμαρη κ' έτρεχε κάτω στην κουζίνα.