Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Οι Καλυμνιώτες είδαν το βούτημά μου κ' εθαύμασαν. Με είδε το σκυλόψαροαιμοβόρικο ψάρι! — και ήρθε ταπεινό εμπρός στο γιαλί της περικεφαλαίας μου, θέλοντας να γνωρίση το νέο θεριό που εσυνεμπήκε στα νερά του. Με είδαν οι αράπηδες της Βεγγάζης και μ' ετίμησαν ως βασιλέα· μου άφησαν ελεύθερο το πηγάδι που θα παίρνω νερό και το κοπάδι που θα προμηθεύωμαι το κρέας.

Έπειτα έγειρε κ' έπεσε κατά γης μ' ένα βροντομάχημα, σα να γκρεμίστηκε βουνό. Την ίδια στιγμή είδα την κυρά Πανώρια, άσπρη σαν το χαρτί. Είπα πως θα πάη κι εκείνη με το γέρο πλάτανο. Μα βάσταξε. — Καταραμένε! φώναξε μ' όλη της την ψυχή στο γιο της· εσύ δεν είσαι άνθρωπος· είσαι θεριό!

Να φύγω, να φύγω να μην τακούγω. Στα δάση να σύρω, να γίνω θεριό, να πιάνω ζευγαρωμένα πουλιά και να τα σπαράζω. Φωτιά να γίνω και να καίγω τους κάμπους, που ν' ανεβαίνη ο καπνός να σκεπάζη τον ουρανό, και ψυχή πια να μη βλέπη παρηγοριά.

Οι μέρες όμως ήταν κιόλας πολύ ζεστές και ο Έφις σκεφτόταν και τις μπόρες που φουσκώνουν το ποτάμι χωρίς αναχώματα και το κάνουν να τινάζεται σαν θεριό και να καταστρέφει τα πάντα.

Εκεί που πασχίζανε μαζί, την πήρε κατά μέρος η γειτόνισσα και της τάπε όλα, τα τι λέγανε για το κορίτσι στο δρόμο οι γυναίκες. Έγινε η θεια Ελέγκω θεριό μονάχο. Σαν αποτελείωσαν τη δουλειά τους, είπε της Λιόλιας: Έλα μάζεψε τα ρούχα σου ναρθής σπίτι μου, στο μενούτο!

Τουφέκι δεν έπεφτε στο Μοριά ή στη Ρούμελη που δεν έβρισκε τον αντίλαλό του στ' ακαταπόνετα τα Σφακιά. Τρία χρόνια σηκωνότανε και ξανάπεφτε το ηρωικό το νησί στην τρομερή, στην άνιση την παλαίστρα με το μυριόνυχο και το μυριόδοντο το θεριό.

Αφού πήρε το τομάρι λύκου μεγάλου, που κάποτε βουβάλι, προστατεύοντας τα βόιδια, τον εσκότωσε με τα κέρατά του, το άπλωσε γύρω στο κορμί του, ρίχνοντάς το απάνω του, από τους ώμους ίσαμε τα πόδια, ως που τα μπροστινά πόδια του λύκου ν' απλωθούν στα χέρια του και τα πισινά στα πόδια του ίσαμε τη φτέρνα και το άνοιγμα του στομάτου να σκεπάση το κεφάλι του σαν περικεφαλαία πολεμιστή· κ' αφού γίνηκε σαν θεριό όσο μπορούσε καλλίτερα, πηγαίνει κοντά στην πηγή, όπου ποτίζονταν τα γίδια και τα πρόβατα ύστερ' από τη βοσκή.

Και πρώτος του Πηλέα ο γιος τα μοιρολόγια αρχίζει με χέρια απάς στου βλάμη του τα νεκρωμένα στήθια «Θεός μαζί σου, Πάτροκλε, κι' ως στ' Άδη τα λιμέρια! Όσα πριν σούταξα, όλα εγώ θα σ' τ' αληθέψω τώρα· 20 ωμό να φαν τον Έχτορα στους σκύλους θαν τον δώσω, και δώδεκα αρχοντόπουλα των Τρώων στη φωτιά σου θα σφάξω ομπρός, τι μ' έκανε έτσι θεριό ο σφαγμός σου

Κι όσο για πίστη κι αγάπη, πέτρα μονάχη η καρδιά της. Και τώρα, λέει, μόνο και μόνο γιατί ξεπρόβαλαν οι παλιόγλωσσες και τους κατατρέχουνε, να πηγαίνη, λέει, στο καθάριο του σπίτι και να στήνη τέτοιες βρωμοπαγίδες! Και να το μυρίζουνταν η Βασιλική, τι θεριό θα γινότανε!

Ένα βουνό από σκόνη μαυρειδερή σέρνεται στο δρόμο, κυλιέται και προβαίνει οκνό, σαν άρρωστο. Ο ήλιος το χτυπά κατακέφαλα και το δείχνει θεριό παράξενο. Η χήτη του κοκκινίζει και καίγεται. Κάποια σημάδια μέσα του σβύνουν και ξαναλάμπουν από στιγμή σε στιγμή, σβύνουν και ξαναλάμπουν σα λεπίδες σπαθιών. Ακούεται βαρύς και βαθύς ο ανασασμός του, βαθύς και βαρύς σα μακρινό μπουμπουνητό.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν