Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Ηθελήσαμεν και θέλομεν να φανώμεν πλούσιοι, ενώ είμεθα πτωχοί, . . . και ζυμόνομεν άρτον με πίτυρα, διότι άλευρον δεν έχομεν. Ουδ' ευρέθη τις εν μέσω του αγνώτος και απερισκέπτου πλήθους, όστις να οδηγήση τα πρώτα του βήματα, ή να φωνήση καν εις τους προς την άβυσσον χωρούντας τυφλούς, ότι βάραθρον χαίνει προ των ποδών των. Τουναντίον.

Κ' οι δύο κείνοι, την γλυκειάν αγάπη αφού χαρήκαν, 300 με ηδονή λόγους πολλούς ελέγαν μεταξύ τους. έλεγεν όσα υπόφερετο σπίτ' η γυνή θεία, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπη των μνηστήρων, οπ' εξ αίτιας της πολλούς μόσχους και αρνιά παχεία έσφαζαν και από το κρασί τους πίθους αδειάζαν. 305 και πάλιν ο διογέννητος της έλεγε Οδυσσέας, πόσους ερήμωσε θνητούς και πόσ' έπαθ' εκείνος. άκουε κείνη με ηδονή και δεν της έπεφτ' ύπνοςτα βλέφαρα, πριν όλ' αυτός με τάξιν ιστορήση. και άρχισε πώς τους Κίκοναις ενίκησε, κατόπι 310 πώς έφθασετην κάρπιμη των Λωτοφάγων χώρα, πόσ' έπραξεν ο Κύκλωπας, και αυτός πώς εκδικήθητον άσπλαχνον 'που του 'φαγε τους ποθητούς συντρόφους·τον Αίολο πώς έφθασε, 'που ολόψυχα τον δέχθη, και τον προβόδατην γλυκειά πατρίδα του, αλλά μοίρα 315 δεν ήτο ακόμη, και άνεμος σφοδρός τον πήρε πάλι εις τα ιχθυοφόρα πέλαγα τον αναστεναγμένον. πώς πήγετην Τηλέπυλη των Λαιστρυγόνον χώρα, 'που σύντριψαν τα πλοία του και τους λαμπρούς συντρόφους όλους· και αυτός μ' ολόμαυρο καράβι εσώθη μόνος· 320 της είπ' όσα σοφίσματα και δόλους είχε η Κίρκη·του Άδη πώς κατέβηκε τ' αραχνιασμένο δώμα, να ερωτήση την ψυχή του μάντη Τειρεσία, με καράβι πολύσκαρμο κ' είδ' όλους τους συντρόφους, και κείνην 'που τον γέννησε και γλυκανάστησέ τον. 325 το λάλημα πώς άκουσε των ηχηρών Σειρήνων·ταις Πλαγκταίς Πέτρας, 'ς την δεινή Χάρυβδι, πώς ευρέθη, 'ς την Σκύλλα, οπού δεν πέρασε θνητός χωρίς να πάθη· οι σύντροφοι πώς φόνευσαν τα βώδια του Ηλίου· πώς με φλογώδη κεραυνόν ο υψηλοβρόντης Δίας 330 του 'σχισε το καράβι του, κ' οι σύντροφ' οι γενναίοι χαθήκαν όλοι, κ' έφυγε την μαύρη μοίρα μόνος·την Καλυψώ πώς έφθασε, 'ς την νήσον Ωγυγία, πώς τον κρατούσε, και άνδρα της επόθει να τον κάμη, 'ς τα κοίλα σπήλαια, κ' έτρεφεν αυτόν και γνώμην είχε 335 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήση· αλλά ποτέ δεν έπειθετα στήθη την ψυχή του· πώς έφθασετους Φαίακαις, πολύ βασανισμένος· πώς ως θεόν ολόψυχα τον τίμησαν εκείνοι, και, αφού χρυσάφι, αφού χαλκόν κ' ενδύματα του δόσαν, 340 με καράβι τον έστειλαντην ποθητήν πατρίδα. και άλλο δεν είπε, ως έπεσεαυτόν ο γλυκύς ύπνος και όλα τα μέλη του 'λυσε και της ψυχής τα πάθη.

Το ταχύ δε ξημερώνοντας επήγεν ο γέρων να τους εύρη και τους είπεν· ιδού που εσείς δεν είσθε μοναχά δυστυχείς· ήκουσα σήμερον ότι ήλθεν ένας αποστολάτορας από τον Βασιλέα Κασμίρ με ορισμόν ότι αν ήθελεν ευρεθή εδώ ο Χάνης των Νογκίδων με την φαμηλιάν του να τον πιάσουν, και να τον φυλακώσουν, επειδή έφυγεν από την επαρχίαν του.

Ούτω τερατωδώς εις τους οφθαλμούς του ενεφανίσθησαν τα ωραία και αγγελόμορφα φαντάσματα των Νεράιδων. Επήρε τον ανασασμόν του μια, όταν ηλευθερώθη από του ημίσεως φορτίου του, και μετ' ολίγον ευρέθη κάτω εις την παραλίαν. Όπισθεν της λόχμης ήτο ευρύ μονοπάτιον.

Και αν δεν ευρεθή ταχέως το πηδάλιον του αεροστάτου διά να δοθή διέξοδος προς τα επάνω, φόβος υπάρχει ότι η ανησυχία μας θα μεταβληθή εις μανίαν, ο δε μικρός πλανήτης μας εις φρενοκομείον. Άλλως τε αυτή καθ' εαυτήν η κατάχρησις της κινήσεως και της ταχύτητος άγει εις την νευρικήν εξάντλησιν και την νευροπάθειαν.

Η πολυάριθμος παράταξις του βασιλέως που ήτον κονευμένη σιμά εις την λίμνην, όταν ευρέθη εις την μεγαλυτέραν πλατείαν, έμειναν όλοι εκστατικοί να ιδούν εις μίαν στιγμήν μίαν πόλιν τόσον ωραίαν, τόσον μεγαλοπρεπή και τόσον πολυάνθρωπον.

Ως προς τούτο δυνάμεθα καν να παρηγορηθώμεν, ως παρηγορούνται πολλάκις οι πάσχοντες, ακούοντες παρά των ιατρών ότι κληρονομικόν είνε το νόσημά των, και πειθόμενοι, ότι αν νοσούσι, τουλάχιστον δεν πταίουσι. Το ελάττωμα είνε προγονικόν· ουδ' ευρέθη τις μέχρι τούδε, ουδέ θα ευρεθή τις ίσως, ουδέ θα κατορθώση να μας πείση, αν ευρεθή,

Αύτη εκούσα άκουσα εγέμιζεν με έλαιον την φιάλην. — Να χαρής τα νειάτα σου, να ζήσης, να ιδής τέκνα τέκνων δεν σου βρίσκεται κανένα παληό υποκάμισο, καμμιά μαντήλα, κανένα μισοφούστανο... — Δεν μου περισσεύει τέτοιο πράγμα, έλεγεν η οικοκυρά. Μακάρι να είχα. — Για ψάξε, κόρη μου, ειμπορεί να ευρεθή. Κάμε τον κόπον. Η οικοδέσποινα εκούσα άκουσα της έδιδεν ημιτριβή τινα μανδήλαν.

Εμείς δεν μπορούμε να τον διώξωμε. — Να τον διώξωμε όχι· ο Θεός να μας φυλάη μονάχα. . . . Ο Δημήτρης τα ήκουεν όλα κ' εφρικία από κεφαλής μέχρι ποδών. Καθ' όλην την νύκτα δεν ημπόρεσε να κλείση μάτι. Και την πρωίαν ευρέθη μ' ένα πυρετόν τόσο σφοδρόν ώστε αν και ήθελε ν' απέλθη της καλύβας ευθύς, πριν ίδη εκδηλουμένην την δυσαρέσκειαν των φίλων του, δεν ηδυνήθη να κινηθή της στρωμνής του.

Ειπέ μου τώρα κυρίως τα συμβάντα κατά τον θάνατόν του, Φαίδων, τι δηλαδή ελέχθη και τι επράχθη; Και ποίοι από τους οικείους του ευρέθησαν πλησίον εις τον μακαρίτην; ή μήπως οι άρχοντες δεν επέτρεψαν εις κανένα να παρευρεθή, και απέθανε μόνος, χωρίς να ευρεθή εκεί κανείς φίλος του; Φαίδων. Ποσώς· αλλά παρευρέθησαν κάποιοι και μάλιστα πολλοί. Εχεκράτης.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν