Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Επειδή η καρδία μου πάντοτε ανοίγει λιγάκι όταν την βλέπω, εμένα, εστάθηκα πίσω από την καρέκλα της, και μόλις μετά τινα καιρόν παρετήρησα ότι δεν μου ωμίλει τόσον ανοικτά, ως άλλοτε, και με κάποια στενοχώρια. Τούτο με εξέπληξε.

Δεν εστάθηκα πολύν καιρόν εις το Μπαγδάτι· αλλ' ανταμώθηκα με μίαν συντροφιάν από χατζήδες, και επήγα εις την Μέκκαν και αφού επροσκύνησα εκείνους τους τόπους, συντροφεύθηκα με τους χατζήδες Ταρτάρους, και απερνώντας από τούτην την χώραν, μου άρεσε, και αποφάσισα να κατοικήσω εις αυτήν, και είνε έως τώρα χρόνια σαράντα που ευρίσκομαι εδώ, και περνώ μίαν ζωήν καλογηρικήν ή μοναχικήν, και με κανένα δεν έχω αντάμωσιν.

Εστάθηκα φυλαγμένος εκεί όλην την ημέραν· Έπειτα με έδεσαν εις ένα δένδρον και έμεινα εκεί όλην την νύκτα καρτερώντας τον θάνατον ώραν την ώραν.

Αχ πόσον είνε ωραία· ο Χόντζας, ο Κατής, και ο Βεζύρης δεν μου φαίνονται πταίσται αν την αγάπησαν. Δεν εστάθηκα εγώ εκείνος, μόνον ελαβώθηκα εις την θεωρίαν της απαρομοίαστης ωραιότητος, αλλά όλοι της αυλής μου έμειναν έκθαμβοι, και με μέγαν αλαλαγμόν της έκαμαν μυρίους επαίνους.

τον εύμορφον εμπήκαμε λιμένα, 'που από βράχους κλειέται υψηλούς ολόγυρατο 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, και άκραις ξεβγαίνουν πετακταίς αντίκρ' η μια της άλληςτην θάλασσα, κ' έχει στενό το στόμα του ο λιμένας. 90 εκεί μέσ' όλοι ωδήγησαν τα ισόπλευρα καράβια. και τούτα μέσα εδέθηκαν εις τον βαθύ λιμένα, σύνεγγυς όλα, ότι ποτέ δεν φούσκονε αυτού κύμα ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλ' άσπρη έχει γαλήνη• εγώ μόνος εκράτησα έξω το μαύρο πλοίο 95 αυτούτην άκρα, κ' έδεσατον βράχο το σχοινί του. και ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφήν πετρώδη, και ούτ' έργα εφαίνονταν βωδιών αυτού και ούτ' έργ' ανθρώπων. τον καπνό μόνον βλέπαμε, 'που από την γην επήδα. τότε συντρόφους έστειλα να υπάγουν και να μάθουν 100 ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποιτην γην εκείνην ήσαν, δυο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. τον δρόμον ακολούθησαν εκείνοι, όπου τ' αμάξια τα ξύλ' άπ' τα υψηλά βουνάτην πόλιν καταιβάζαν, και άντεσαν νέαν, πώπαιρνε νερόν εμπρόςτην πόλι 105 του Αντιφάτη, βασιληά των Λαιστρυγόνων, κόρη. κατέβ' η νέατην λαμπρή πηγή, την Αρτακία, ότι απ' εκείνην έφερναν όλοι νερότην πόλι. την επλησίασαν αυτοί, της μίλησαν, κ' ερώταν ποιος είν' εκείνων βασιληάς, και ποιους εξουσιάζει. 110 και η κόρη ευθύς τους έδειξε το δώμα του πατρός της. εις το παλάτι ως έφθασαν την σύντροφόν του ευρήκαν, 'που ως κορφοβούν' ήτο υψηλή, και τους επήρε φρίκη. έκραξε από την σύνοδον τον άνδρα της εκείνη, τον Αντιφάτην, οπού ευθύς να τους χαλάση εσκέφθη. 115 άρπαξε αμέσως κ' έφαγεν τον έναν των συντρόφων• οι άλλοι δυο πετάχθηκαν καιτα καράβια φθάσαν. και αυτόςτην πόλι σήκωσε βοή, και οι Λαιστρυγόνες, ως άκουσαν, οι δυνατοί κείθε κ' εδώθ' ερχόνταν άπειροι, και δεν ώμοιαζαν ανδρών αλλά Γιγάντων. 120 και με πέτραις αβάστακταις των βράχων απ' ταις άκραις κτυπούσαν και άρχισε κακός εις τα καράβια κρότος, οι άνδρες ως φονεύονταν κ' εσπώνταν τα καράβια. και ως ψάρια τους καμάκιζαν και, άθλιο φαγί, τους παίρναν. και αυτούς ενώ ξολόθρευαν εις τον βαθύ λιμένα, 125 απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου κ' έκοψα τα πρυμόσχοινα του μαυροπλώρου πλοίου• και τους συντρόφους πρόσταξα να πέσουντα κουπία να φύγουμε απ' τον όλεθρο, κ' εκείνοι τρομασμένοι όλοι ενταυτώ με τα κουπιά την θάλασσαν ταράξαν. 130 κ' ευφρόσυνα εις το πέλαγος έφυγε από τους βράχους τους κρεμαστούς το πλοίο μου• τ' άλλ' όλ' αυτού χαθήκαν.

Τον ήχον αυτόν τον εγνώριζα αρκετά καλώς. Ήτο η καρδιά του γέρου που εκτύπα. Καθώς ο κρότος του τυμπάνου κεντρίζει τα θάρρος του στρατιώτου, ο θόρυβος αυτός δεν έκαμεν άλλο τίποτε από του ν' αυξήση την μανίαν μου. Συνεκρατήθην ακόμη ολίγον, και εστάθηκα εμβρόντητος. Μόλις ανέπνεα. Εκρατούσα το φανάρι ακίνητον. Με πόσην επιμονήν προσπαθούσα να κρατήσω την ακτίνα ακριβώς επάνω εις το μάτι.

Λέξη Της Ημέρας

καρποφόροι

Άλλοι Ψάχνουν