Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Συγγενής είναι, στο κάτω κάτω!» «Από συγγενή θα το’βρεις, Έφις!» «Λοιπόν, δεν θα ξαναγίνει πια!» «Έφυγερώτησε τότε η ντόνα Έστερ, ανήσυχη. «Έφυγε; Ο ντον Πρέντου; Πού πήγε;» «Ποιος μιλάει για τον Πρέντου; Εγώ μιλούσα για εκείνο τον άθλιο.» Ο Έφις κοίταξε το καλάθι. «Εγώ εννοούσα τον ντον Πρέντου…. για εκείνο που έκανα χθες

Και εν πρώτοις να φαντασθής ότι βλέπεις την γην πολύ μικροτέραν από την σελήνην, τόσον ώστε εγώ, όταν έξαφνα έσκυψα και παρετήρουν επί πολύ, ήμουν εις απορίαν και εσκεπτόμην πού είνε τα τόσον μεγάλα βουνά και η τόση θάλασσα, και αν δεν διέκρινα τον κολοσσόν της Ρόδου και τον πύργον της Φάρου, βεβαίως δεν θα εννοούσα ότι αυτό το οποίον έβλεπα ήτο η γη.

Του έκοψα ψωμί, κι' άρχισε να τρώη με τόσην όρεξι, που απόρησα κ' εγώ. Του είχα κόψει μικρή φέτα, ξεύροντας πως δεν μπορούσε να φάη. Στη στιγμή την έφαγε, και μου γύριψε να του κόψω κι' άλλο. Η τσοπάνισσα που ήρθε κοντά μας μου λέει: — Άνδρας σου είνε, τσούπα; σαν ζαμπούνη τον γλιέπω... Πίνει γάλα, να σας φέρω; — Πίνει, είπα εγώ, γιατί είνε άρρωστος. Εννοούσα που ήτον Τετράδη.

Δεν εννοούσα γιατί καθόμουνα εκεί και γιατί ήθελα να κάμω αυτόν το δρόμο μέσα στη δυνατή βροχή, αυτόματα όμως, όπως και πρωτήτερα, είπα του αμαξά: — Γλήγορα, όσο μπορεί να τρέξη το άλογο. Το μικρό παιδί μου πεθαίνει. Ο αμαξάς μας είχε φέρει με το αμάξι του πολλές φορές. — Είναι το μικρό αγοράκι, που είναι τόσο ωραίο; ρώτησε.

Μα τώρα που δεν έμενε πια τίποτε, τίποτε απ' όλα εκείνα που είτανε μια φορά δικά της, τώρα της φαινότανε πως κόπηκε ο κρίκος που την έδενε με τη ζωή την ίδια. Έμεινα άφωνος εμπρός στο απελπισμένο ξέσπασμά της κ' εννοούσα μόνο πως είχα να κάνω με μια από κείνες τις φαντασιοπληξίες ή τα όνειρα, που για έναν άνθρωπο με έντονη συναισθηματική ζωή έχουν μεγαλήτερη σπουδαιότητα παρότι η ίδια η ζωή.

Ούτε τον διάβολο ναπαντήσης, ούτε τον σταυρόν σου να κάμης. Ενταύθα η Βεάτη διέκοψε τον αφηγητήν. — Πώς είπες; έμπλεξεν ο Τρανταχτής με την Γυφτοπούλαν; — Όχι, δεν εννοούσα αυτό... Τάχα θέλω να πω ότι ανεκατώθη εις την υπόθεσιν. — Αλλ' αντ' άλλων μοι λέγεις, είπεν η Βεάτη. Ησθάνετο δε αδημονίαν ότι δεν εκορέννυτο επαρκώς η πολυπραγμοσύνη της εκ των αυτοσχεδίων διηγημάτων του Σκούντα.

Όσο και να φαίνεται παιδιάστικο, είναι ωστόσο αλήθεια πως τίποτε άλλο δε με κέντρισε ποτέ περσσότερο σε πνευματική δράση, όσο όταν από την έκφραση του προσώπου της, που δεν μπορούσε να κρύψη ποτέ το στοχασμό του, εννοούσα πως μου πέτυχε το έργο που έγραψα και πως είταν ευχαριστημένη.

ΑΜΛΕΤΟΣ Κυρία, ν' αναπαυθώ εις το στήθος σου; ΟΦΗΛΙΑ Όχι, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Εννοώ την κεφαλήν μου επάνω εις το στήθος σου. ΟΦΗΛΙΑ Ναι, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Εστοχάσθηκες ότι εννοούσα άτακτα πράγματα; ΟΦΗΛΙΑ Εγώ δεν στοχάζομαι τίποτε, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Και όμως θα ήταν γλυκυτάτη ανάπαυσις . ΟΦΗΛΙΑ Τι, Κύριέ μου; ΑΜΛΕΤΟΣ Τίποτε. ΟΦΗΛΙΑ Είσαι καλόκαρδος, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Ποίος; εγώ;

Νόμιζα τότε πως σ' αγαπούσα και πως είμουνα ευτυχισμένη. Είτανε γιατί δε γνώριζα τίποτε και δεν εννοούσα τίποτε. Τώρα γνωρίζω τι σημαίνει και θέλω να σ' ευχαριστήσω. Πριν προφτάσω να το εμποδίσω, άρπαξε το αριστερό μου χέρι και το φίλησε κι όταν έκαμα να το τραβήξω, το κράτησε σφιχτά και το ξαναφίλησε στο μέρος που φορούσα το δαχτυλίδι.

Αυτή μ' ευχαριστούσε, διότι μου έλεγε πράγματα, τα οποία μοι εφαίνοντο ως να τα είχα υποφέρει άλλοτε. Τώρα μου την επήραν αυτήν, και έρχεται μία άλλη, ήτις δεν μ' ευχαριστεί καθόλου, διότι εκείνα οπού μοι λέγει δεν τα εννοώ, και μοι φαίνεται ότι και αν τα εννοούσα, θα ήτον ακόμη χειρότερα. Το μόνον οπού με παρηγορεί, είνε η ελπίς ότι θα έλθης να μ' ελευθερώσης.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν