Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Μία ακτίς θερμή, ερχομένη μακράν, από το φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε την πυκνήν φυλλάδα και τον κισσόν τον περισκέποντα το άσυλον της ταλαιπώρου γραίας, και έκαμνε να στίλβη ως πλήθος μαργαριτών η δρόσος η πρωινή, η βρέχουσα τον πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ' εφυγάδευεν όλον το ρίγος της υγρασίας, και όλον το κρύος του φόβου του πελιδνού, φέρουσα πρόσκαιρον ελπίδα και θάλπος.
Μα μου είπε και μια ελπίδα, Μου είπε πως θε ν' αναστηθή η έρμη μας Πατρίδα· Μου είπε πώς πάλι θα να ιδή μέσ' 'ς την Αγιά-Σοφιά της 'Τον Κωνσταντίνο με χρυσή κορώνα, βασιληά της. Ως τότε δεν τον ήξερα εγώ τον Τούρκο, αλήθεια.
Τι θα έλεγε τώρα η Ζερβουδοπούλα; Θα επέμενεν ακόμη εις την άρνησίν της τώρα ότε από μεν τον Σμυρνιόν δεν είχε πλέον ελπίδα, αυτόν δε είχε περιβάλη ηρωική αίγλη; Μετ' ολίγον διηυθύνετο προς την οικίαν της Ζερβούδαινας, χαρούμενος και σιγοτραγουδών. Αλλά καθ' οδόν ακούσας να τον φωνάζουν, εστράφη και είδε την Σπυριδολενιάν.
Έπεφτα σ' ατέλειωτο βάθος. Γύριζαν οι τοίχοι, γύριζε όλος ο κόσμος. Πού να βασταχτή πια ο κόσμος δίχως εκείνη! Θα χαλάση ο κόσμος, κόλαση θα γείνη το χωριό, θα ρημάξη το σπίτι μας, θα μπη ο μαύρος ο πόνος μες στην καρδιά μου και θα την κάμη για πάντα δική του! Φεύγει πια η παρηγοριά μου, φεύγει η δύναμη που με διαφέντευε μέσα στον κόσμο, που με γέμιζε θάρρος κ' ελπίδα.
Ακριβώς σαν το σαράκι, όλα τα έκανε εκείνος κρυφά. Ροκάνισε, ροκάνισε, ροκάνισε και τώρα γιατί απορούσε που όλα γύρω του έγιναν κομμάτια; Έπρεπε να φύγει∙ αυτό μόνο καταλάβαινε. Μια μικρή ελπίδα μόνο τον στήριζε ακόμη, όπως το κοτσάνι, χλωρό ακόμη, στήριζε το χλωμό πανσέ που εκείνος κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα. Ο Θεός δεν θα εγκατέλειπε τις δυστυχισμένες γυναίκες.
Ελπίδα είχα του Αμλέτου μου γυναίκα να σε κάμω· την νυμφικήν σου κλίνην έλεγα να στρώσω, γλυκειά παρθένα, και όχι την ταφήν σου μ' άνθη εγώ να ράνω. ΛΑΕΡΤΗΣ Οργή τετράδιπλη να πέση εις την κατηραμένην κεφαλήν του ανθρώπου, που απ' το λαμπρό σου πνεύμα σ' έχει αποστερήση, ο κακούργος! — Το χώμα ολίγο αυτού κρατείτε, ως 'πού 'ς την αγκαλιά μου να την κλείσω ακόμη μία φορά!
Εκείνος επρότεινε τους όρους του· θα κατεβή ναι, αν κατεβούν μαζί του κ' η Ελπίδα με τους Μαλαματένιους. Αλλοιώς δε γένεται. Ο Αρχαιολόγος αναγκάστηκε να δεχτή. — Ας έρθουν, είπε· φτάνει να μην έχουν μαζί μου κουβέντες· δικό μου και δικό τους. Μονάχα ένα τραπέζι — ας το βάλουν στο νου τους — μονάχα ένα τραπέζι θα μας σμίγη... — Ας είνε κ' ένα τραπέζι· παραδέχτηκε ο Δημητράκης.
Μπορούμε να διαλέξουμε την ημέρα και την ώρα μας. Μπορούμε να πούμε στον εαυτό μας: «Αύριο τα ξημερώματα θα περάσουμε με τον σοβαρό Βιργίλιο την κοιλάδα της σκιάς και του θανάτου» και να! το χάραμμα μας βρίσκει στο σκοτεινό δάσος κι ο ποιητής της Μάντουας δίπλα μας. Περνούμε από την πόρτα του θρύλου του ολέθριου στην ελπίδα και με λύπη ή χαρά βλέπομε τη φρίκη του άλλου κόσμου.
Σωκράτης. Ω δυστυχία μου! Τότε λοιπόν μας έφυγε και πάει, Ιππία μου, το να μάθωμεν τι πράγμα είναι το ωραίον, αφού βεβαίως το πρέπον απεδείχθη ότι είναι κάτι άλλο παρά ωραίον. Ιππίας. Ναι μα τον Δία, Σωκράτη μου, και μάλιστα πολύ παραλόγως. Σωκράτης. Και όμως, καλέ σύντροφε, ας μη το αφήσωμεν αυτό κατόπιν, διότι ακόμη έχω μίαν ελπίδα, ότι θα φανερωθή, τι πράγμα είναι το ωραίον. Ιππίας.
Η Ελπίδα είχε στα δεξιά της τον Αλαμάνο και σταριστερά το Δημητράκη. Ο Αριστόδημος κάθισε ανάμεσα στο γιο του Χαγάνου και στο Θεομίσητο. Τις άλλες θέσες τις είχαν ο Ζάρακας, ο Γλάμης, ο Περαχώρας, ο Γκενεβέζος, κι' άλλοι. Έξω στην ταράτσα και κάτω στην αυλή οι κολλήγοι ετρωγόπιναν και τραγουδούσαν παινέματα για τη νύφη και για τον γαμπρό. Κάθε τόσο έφταναν απάνω σαν ομοβροντία οι φωνές τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν