United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πότε στον ίσκιο της ταράτσας, πότε δίπλα στο παραγώνι καθόντουσαν οι δυο αγαπημένοι και διάβαζαν ένα με τάλλο τα παλιά χερόγραφα. Κάποτε διάβαζε ο Δημητράκης κι άκουε η Ελπίδα, γνέθοντας τη ρόκα της. Μα τις περισσότερες φορές διάβαζε η κόρη κι άκουε ο νιος. Άκουε και κρεμότανε από τα χείλη της. Οι φράσες κυλούσαν ξάστερες, ζωντανές κι αρμονικές σαν το γάργαρο νερό από τα χείλη μιας βρύσης.

Εις την επιθυμίαν του συνήνεσεν ο Σαϊτονικολής, με την ελπίδα ότι η νέα ασχολία θα συνετένει εις τον σωφρονισμόν του και δεν θα του άφηνε καιρόν εις παρεκτροπάς. Το υπόγειον του σπιτιού του ήτο ήδη έτοιμον και αυτό διετέθη προσωρινώς διά την εμπορικήν επιχείρησιν.

Πολλά τοιαύτα λέγονται υπό των πιστευόντων εις εκείνους οίτινες τα πάντα μεγαλοποιούν, ώστε και εγώ τώρα φοβούμαι μήπως υμείς, οι προ ολίγου φθάσαντες και κατά πρώτην φοράν ακροώμενοι εμού, έρχεσθε με την ελπίδα ότι θα εύρετε εις τους λόγους μου ήλεκτρα και κύκνους και έπειτα θ' απέλθετε καταγελώντες εκείνους οίτινες σας είπον ότι θα εύρετε τοιαύτα πολύτιμα πράγματα εις τας διαλέξεις μου.

Οσάκις διερχόμενος με την ελπίδα ότι το πλέξιμον θα είχε τελειώση, επανέβλεπεν εις την θέσιν του το τουρλωτό φέσι, ανετινάσσετο από οργήν και εψιθύριζεν: «Ακόμη δεν εξεκουμπίστηκες, κακό ψόφο νάχηςΚαι αν δεν ανεχαίτιζε την οργήν του η αγάπη της Πηγής, αλλά προ πάντων ο φόβος του Στρατή, ο γέρων θα εδέχετο ίσως πέτραν κατά κεφαλής διά να τελειώση αυτό το ατελεύτητον πλέξιμον και αυτή η ατελείωτη βάρδια.

Πώς μπορούσε να είνε πρόστυχη και τιποτένια τέτοια λυγερή; Πήγε και ξαναπήγε στο σπίτι της. Την άκουσε να τραγουδή και μαγεύτηκε. Την είδε να υφαίνη, να μασουρίζη, να κεντά και τη θαύμασε. Λίγο λίγο άφησε τα παιγνίδια, παράτησε και τους συντρόφους του. Έκαμε συντροφιά την Ελπίδα. Έπειτ' από τη μάννα του πρώτη του έγνοια ήταν εκείνη.

Όμως θα φτάση μια μέρα εκεί που του τώταξε η Μοίρα. Και κείνοι που τον απαντέχουν δεν πρέπει ναπελπίζωνται, δεν πρέπει να τον λησμονάνε, μόνο μέρα και νύχτα να ζούνε με την ελπίδα του και την απαντοχή του. Έτσι το θέλει ο Θεός. Το τροπάρι είχε και άλλα παρακάτω. «Και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα, ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα». Ο παπάς τα είχε ξηγήσει και τα λόγια τούτα.

Όσο και να μου φαίνεται τώρα αυτό παράξενο, τότε είμουνα γεμάτος βεβαιότητα. Πίστευα κ' είμουνα με την πίστη μου ευτυχισμένος όσο δε λέγεται. Ποτέ μου άλλη φορά δεν αιστάνθηκα περσότερη χαρά κ' ελπίδα, όσο όταν άρχισε να πέφτη το χειμώνα αυτόν το χιόνι και νοιώσαμε κείνο το ξεχωριστό κρυφό αίστημα, που είναι χαραχτηριστικό των βορεινών κλιμάτων πως είμαστε αποκλεισμένοι απ' όλους κι απ' όλα.

Φαντάσου! είπε κι ο Δημητράκης γελώντας. — Μα τι τρέχει ; θες τίποτα ; τον ρώτησε η Ελπίδα. — Ξέρω κ' εγώ να· είπε κείνος λαβαίνοντας ύφος πικραμένο· η Κυρά δε μου φαίνεται καλά. Όλο βογγάει και ταράζει σαν το ψάρι απάνου στο κρεββάτι. Της ρίξαμε ρούχα, της ρίξαμε, μα δε μπορεί να συνέρθη. Άσκημα μου φαίνεται· άσκημα, πολύ άσκημα!

Ο ντον Τζάμε έγινε πιο τυραννικός μαζί τους. Πουλούσε τα απομεινάρια της περιουσίας του, κακομεταχειριζόταν τον υπηρέτη, ενοχλούσε όλον τον κόσμο με τους καυγάδες του, ταξίδευε πάντα με την ελπίδα να ανταμώσει την κόρη του και να την ξαναφέρει στο σπίτι. Η σκιά της ατίμωσης που έπεφτε πάνω του και σ’ όλη του την οικογένεια, εξ αιτίας της απόδρασης της Λία, τον βάραινε σαν μαρτύριο κατάδικου.

Αι κοινωνίαι, αρτιπαγείς, συνεκροτούντο ακόμη από γέροντας, των οποίων η ζωή διέρρευσε μέσω βαρυστενάκτου δουλείας, μεσήλικας και νέους, ανατραφέντας μέσω των καπνών του υπέρ ανεξαρτησίας πολέμου και γνωρίζοντας πόσας φοράς η Πατρίς εστηρίχθη επί της θρησκείας και ο καταδυναστευόμενος και από παντού πολεμούμενος ραγιάς που είχε προσηλωμένην την αλύγιστον ελπίδα του.