United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εκεί που όλοι τον ελεύθερον από τον δούλο ξεχωρίζομε, του λόγου του έρχεται και μου λέει να τον καλομεταχειρίζομαι τον δούλο και σαν αδερφό μου τον βάρβαρο να αγαπώ και τον εχθρό μου! Είμαστε τα βλαστάρια 'πάνω στα κλαριά, Την ώρα πού εσείς θε να κυλιώστε μέσ' στα χώματα, για μας του ήλιου η χρυσή θωριά, για μας τ' αρώματα, για μας τα χρώματα. Μια νέα σήμερα του κόσμου αρχινάει εποχή.

Ο άντρας της μ' έναν υπασπιστή κ' ένα δούλο πηγαίνει από σκηνή σε σκηνή. Μπορεί να ιδή τα γυαλιστερά του μαλλιά κ' ακούει ή φαντάζεται πως ακούει την καθαρή εκείνη κρύα φωνή. Στην αυλή κάτω ο γυιός του Πριάμου κουμπώνει τον χάλκινο θώρακά του. Τα άσπρα μπράτσα της Ανδρομάχης είναι γύρω στο λαιμό του. Την περικεφαλαία του αφίνει χάμου για να μη τρομάξη το μωρό τους.

Δε θέλει λύπηση το ξέρω, αφέντη· όπως στρώσει κανείς έτσι θα κοιμηθή· είπε ο δούλος. Μα να βλέπω άλλους χειρότερούς του και να προδεύουνε, δεν το χωνεύω. — Ποιοι προδεύουνε ; ξαφνίστηκε ο Χαγάνος, αγριοκυττάζοντας το δούλο του. — Να οι άλλοι, αφέντη. Ο Πέτρος ο Θεομίσητος, ο Μήτρος ο Γλάμης, ο Βασίλης ο Ζάρακας.

Όπως θέλεις την ανοίγεις· και ήτε μείνης, ήτε φύγης, πώς να σου εναντιοθώ; Παρηγόρα με καν σ' ένα, τον πιστό σου δούλο εμένα, που θερμότατα ποθώ. Όρκον Έρωτα σου κάνω, στης σαγίταις σου απάνω, όρκο μέγαν και φριχτό, Υποφέρω κάθε άλλη τυραννία σου μεγάλη, και ποτέ να μη κλαυτώ.

ΚΡΕΟΥΣΑ Η πόλις σ' αφιέρωσε, ή δούλο σ' αγοράσανε; ΙΩΝ Ετούτο ξέρω μοναχά: δουλεύω το Λοξία. ΚΡΕΟΥΣΑ Όσο για 'μένα, αισθάνομαι συμπάθεια σε σένα. ΙΩΝ Ίσως γιατί δεν γνώρισα και μάννα και πατέρα. ΚΡΕΟΥΣΑ Μένεις σε τούτο το ναό, ή κατοικείς σε σπίτι; ΙΩΝ Δικός μου είν' όλος ο ναός κι' όπου νυστάζω πέφτω. . . ΚΡΕΟΥΣΑ Σε φέρανε μικρό παιδί, ή νέος έχεις έλθη;

Και, πράγμα περίεργο, δεν ένοιωθε πια υποταγή στη ντόνα Έστερ ούτε φόβο στη ντόνα Νοέμι, ήταν σαν τον απελευθερωμένο δούλο που έγινε πλούσιος σε σύγκριση με τα φτωχά του αφεντικά. «Μπορώ να τις βοηθήσω, μπορώ ακόμη να τις βοηθήσω και ακόμη δεν το θέλουν…. Αύριο…» Περίμενε με αγωνία το αύριο∙ να γιατί δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Αύριο θα μιλήσει με τη Νοέμι.

ΣΤΑΥΡΟΣ Πάντα είναι σκληρός, όπως και τότε; ΑΝΝΟΥΛΑ Αχ! η ματιά του. θεέ μου, σε κάνει αυτή μονάχα ταπεινό, σε κάνει δούλο, σε κάνει τιποτένιο. ΓΙΑΓΙΑ Πες μου λοιπόν, παιδί μου, τόσον καιρό μονάχο, έρημο στα ξένα πώς τα πέρασες. Σε ποιο μέρος πήγες άμα έφυγες από δω; τι έκανες εκεί; ΣΤΑΥΡΟΣ Πώς τα πέρασα; Δε με κοιτάζετε.

Έπειτα, εκεί κρύβουνται παλιές ιστορίες, κ' εμείς γυρεύουμε ιστορίες της ώρας. Και θα τις βρούμε, θαρρώ, γιατί εδώ μυρίζει βανίλλια, κι όσο γέρος κι αν είμαι, πάει να με μεθήση η αρχοντάδικη αυτή μυρουδιά. Γιατί όμως να ταφήση έξω το γραμματάκι! Είναι, θα πης, γραμμένο στην κορακίστικη, και φόβο δεν έχει να διαβαστή από δούλο. Μα πάλι να μη φοβηθή μην τύχη και το διαβάση ο άντρας της!

Αφού κατώρθωσε τόσο μεγάλη δουλειά, εγύρισε ό,τι άρχιζε να νυχτώνη, και βρίσκει το Διονυσιοφάνη να κοιμάται, μα το Δάφνη ναγρυπνάη και να κλαίη ακόμη στον κήπο· του φέρνει λοιπόν εμπρός του τη Χλόη και δίνοντάς του τη όλα του τα διηγιέται· και τον παρακαλάει να μη του κρατάη πια κάκια και να τον έχη όχι αδιαφόρετο δούλο μήτε να τόνε βγάζη από το τραπέζι, επειδή θα πεθάνη από την πείνα.

Πώς τα επιθυμείς τα λίγα μας λόγια; Ως είδος ομιλίες, ή ως είδος παραμύθια; Σα να μου λέη η Μεγαλειότη σου, καλλίτερα παραμύθια. Καλοκάθισε το λοιπό στο Βασιλικό Σου το Θρόνο, κι άφησε έναν ταπεινότατο δούλο Σου να Σου δηγηθή δυο ρωμαίικα παραμύθια στη ρωμαίικη τη γλώσσα, που ακούγω πως την αγαπάς, τη μιλάς, και τη διαφεντεύεις. Μεγαλειότατε, μια φορά είταν ένας Βασιλιάς εδώ πέρα.