United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα κι' έτσι τους συντρόφους μου τους στέλνω ομπρός, κι' ατός μου τρέχω μ' οχτρούς να χτυπηθώ· ωστόσο εγώ δεν έχω δικό μου εδώ ν' αρπάξουν βιός, γυναίκες μου να πάρουν. Κι' εσύ μου στέκεις, μήτε καν φωνάζεις στ' άλλο ασκέρι 485 να μείνουν και τα τέρια τους απ' τη σκλαβιά να σώσουν.

ΚΡΕΟΥΣΑ Μα του πατέρα σου είσαι και όχι εκείνου πεια. ΙΩΝ Παιδί δικό του ήμουν, γιατ' ήταν σαν πατέρας. ΚΡΕΟΥΣΑ Ήσουν, μα πεια δεν είσαι, και τώρα είμαι 'γω. ΙΩΝ Συ ευσεβής δεν είσαι, εγώ ήμουν ευσεβής. ΚΡΕΟΥΣΑ Σε σκότωνα, γιατ' ήσουν στο σπίτι μου εχθρός. ΙΩΝ Εγώ δεν ήρθα με όπλα στον τόπο τον δικό σου. ΚΡΕΟΥΣΑ Φωτιά ήρθες να βάλης στο σπίτι του Ερεχθέως.

Μα έδιωξα τη σκέψη αυτή κι οχυρώθηκα πίσω από την περιωρισμένη περηφάνια, που κάνει τον άνθρωπο να μην ξεφεύγη το κακό, μα να λογαριάζη τίνος είναι το σφάλμα. — Είναι δικό της το σφάλμα, αν χάθηκε η ευτυχία μας, έλεγα μέσα μου. Τι έκαμα εγώ, ώστε να είναι δυστυχισμένη και να με βασανίζη μη λέγοντας την αφορμή; Δε μ' αγαπά πια. Έτσι γίνεται στον κόσμο. Ό,τι είναι ωραίο πρέπει νασχημήνη.

Και μ' ένα αίστημα ντροπής και φρίκης συλλογίζουμαι τον πόνο της γυναίκας μου, που είναι μεγαλήτερος από το δικό μου. Λίγες μέρες ύστερα μου τηλεφωνήσανε από το σπίτι πως ήρθανε ξαφνικά της γυναίκας μου δυνατοί σπασμοί. Το πράμα είτανε σοβαρό και με παρακαλέσανε να γυρίσω γλήγορα στο σπίτι. Την ίδια μέρα είχα αποχαιρετήσει το πρωί την Έλσα, πρι να φύγω για την εργασία μου.

Έμεινα και τη βδομάδα της Λαμπρής στο χωριό· αλλ' όλες αυτές τες μέρες μια φορά μόνο ήρθε στο σπίτι μας το Βαγγελιό και μια φορά πήγα στο δικό των. Όταν ήρθε, μούφερε αυγά κόκκινα και κουλούρια. Αλλά πάλι δε με φίλησε. Άπλωσε μόνο το χέρι της και μου θώπευσε τα μαλλιά κιαφού δεν έκαμε την αρχή, κεγώ δεν είχα το θάρρος.

Τον Ροΐδην, ήρωα του Αττικού πνεύματος, ύμνησε και ο Σουρής εις τους ωραίους στίχους τους οποίους έγραψε την επομένην του θανάτου του: Μία πένθιμη ρίμα στου Ροΐδη το μνήμα. Ο Μώμος, που μας πείραξε με το δικό σου στόμα, τρις γέλασε, τρις έκλαψε στου τάφου σου το χώμα,

Οι άνθρωποι του Μόργκαν είχαν κι' όλας περικυκλώσει τον πύργο Κανοέλ. Πώς θα μπορούσε πεια ο Ρόχαλτ να βαστήξη περισσότερο τον πόλεμο; Σωστά έχουνε πη ότι: «η τρέλλα δεν είναι αντρεία». Αναγκάστηκε λοιπόν να παραδοθή στην διάκρισι του Δουκός Μόργκαν. Αλλά από το φόβο του μήπως ο Μόργκαν σφάξη τον γυιό του Ριβαλάν, ο Στρατάρχης τον παρουσίασε για δικό του, και τον ανάστησε μαζύ με τα παιδιά του.

Να, ωρέ Μάρω, πάρε το δικό μου και σε θέλω να μου φέρης κεφάλια Αρβανίτικα! Κι' αμέσως δίνειτην Κλανομάρω τον κοντό του σισανέ, τον ασημόδετον και φλωροκαπνισμένον. Τότε η Κλανομάρω, αφού έπιασετα χέρια το φοβερό όπλο του Καραϊσκάκη, έγινε αλλοιώτικη. Χύθηκε απόκοντατους Αρβανίτες και σε κάμποση ώρα γύρισε φέρνοντας θριαμβευτικά δυο ματωμένα, ολόζεστα Αρβανίτικα κεφάλια.

Το δράμα, ξετυλιμένο σε συνηθισμένο κόσμο, και χωρίς τίποτε που να μας ξαφνίζη στο δέσιμο του, είναι σοβαρό, σαν ακολουθία προτεσταντική στη λύπη του, και είναι, γενικώτατα λεπτά και επιδέξια ψυχολογημένο. Το σπίτι του Μεμιδώφ, σπίτι τιποτένιων μα ο καθένας απ' αυτούς έχει το δικό του γυάλισμα.

Μον τι να κάμω της καρδιάς οπού περιορισμένη Κι από πληγή ανυπόφερτη βαριά μαχαιρομένη, Επρόσταξε το χέρι μου να πιάκη το κοντύλι, Για να σου ειπή τον πόνο της με μαραμένο αχείλι. Αυτή με κάνει στανικώς στη λαύρα της και ζάλη Να χάσω μέτρα λογισμού και γνώσι οχ το κεφάλι. Κι' εγώ, Κυρά, δεν ήθελα να μπω στον έρωτά σου· Δικό μου δεν είν' φταίξιμο, μον φταίγ' η ωμορφιά σου.