United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πιο ευχάριστο είναι ωστόσο να πάρουμε τώρ' αυτή δα την περιγραφή του «Κεφάλου και της Πρόκριδος » του Giulio Romano : «Πρέπει να διαβάσουμε το θρήνο του Μόσχου για το Βίωνα, το γλυκό βοσκό, προτού να κυττάξουμε τούτη την εικόνα, ή να σπουδάσουμε πρώτα την εικόνα σαν προετοιμασία για το θρήνο. Τις ίδιες σχεδόν μορφές έχομε και στα δυο.

Κατάκοιτος μπρος στα κύματα περίμενε το θάνατο. Σκεφτότανε: «Μ' εγκαταλείψατε λοιπόν, Βασιληά Μάρκε, μένα που έσωσα την τιμή του τόπου σας; Όχι, το γνωρίζω, ωραίε θείε, ότι θα δίνατε την ζωή σας για τη δική μου. Αλλά τι μπορεί η αγάπη σας; Πρέπει να πεθάνω. Μολαταύτα είνε γλυκό πράγμα να βλέπη κάνεις τον ήλιο, και η καρδιά μου είναι τολμηρή ακόμη.

το μυστικό το θείο που κλεις θερμό βαθιά στα στήθη σκόρπιζε αρμονικά, και με ό τι μέσα ασίγαστο σου τρώει κι εσέ τα βύθη δίνε σ' εμάς χαρά. Τραγούδα, φίλε· κι αν γλυκό, κι αν άλλο αγαπημένο δε μ' έδενε στη γης, θα γύρευα απ τον ουρανό να με άφηνε να μένω ν' ακούω που τραγουδείς. Το παραθύρι, κάτου κατά τον κάμπο ανοιεί που απλώνει τ' όραμά του πέρα χλωρό, πλατύ.

Ανάθεμα την καλωσύνη... Μια γενιά καλωσύνες, μια γενιά με το δρόμο του Θεού, μια γενιά με το Ευαγγέλιο, με το χαμόγελο, με το γλυκό το λόγο. Τι απολάψαμε; Μας ξέχασε κι' ο Θεός με την καλωσύνη. Θυμάσαι τον παππού μου. Πού να τονέ θυμάσαι; Τονέ θυμάται ο κόσμος. Τι βγαίνει; Ο Άγιος Γιάννης. Έτσι τονέ λέγανε. Σκόρπισε το βιος του σε δικούς και ξένους.

18. — Τι λοιπόν μούκαμε της Χλόης το φιλί; Τα χείλη της είναι πιο τρυφερά κι από τα τριαντάφυλλα και το στόμα της πιο γλυκό κι από τις κερήθρες· μα το φιλί της πιο φαρμακερό κι από το κεντρί της μέλισσας. Πολλές φορές εφίλησα κατσικάκια· πολλές φορές εφίλησα σκυλάκια νιογέννητα και το μουσκάρι που εχάρισε ο Δόρκωνας· μα το φιλί τούτο είναι αλλιώτικο.

Θέρος ήταν κι' ο Ζίνζιρας όλος Σ' της φωνής του το μέριμνο μόνο, Μες τον ίσκιο των δένδρων κρυμμένος· Τον καιρό του διαβαίνει λαλόντας. Το φιλόπονο ωστόσο Μυρμήγκι, Με δουλιάς συγκρατούμενης κόπο, Μέρα νύχτα στιμή δε σιγάει Στη φωλιά του θροφαίς να συνάζη. Το γλυκό καλοκαίρι σκολνάει, Και μαζί του ημερών η γαλήνη· Αρχινάν η βροχαίς κι' οι ανέμοι, Το χειμώνα κοντά προμηνόντας,

Όσο να με πάρη ο ύπνος, έρριχνα τα μάτια μου 'ςτα ντυμένα βουνά του Δρύσκου και του Βασταβετσιού αντίπερα, οπού τα σκέπαζε μια αγανή καταχνιά γαλάζια, άκουα τους εύθυμους τραγουδιστάδες του καλοκαιριού, τους ζιζικάδες, παρέβαλλα τους ήχους οπ' έρχονταν από τα πέντε τσοκάνια των μουλαριών, κ' εκύτταζα μια κόκκινη πλουμιστή πασχαλίτσα, που κολλημένη απάνουένα κίτρινο αγριολούλουδο, πούχε ανθίσει ανάμεσα 'ςτα χορτάρια και 'ςτα περιπλοκάδια του παλιού τοίχου, βύζανε το γλυκό χυμό του.

Σαν ετελείωσε το γλυκό τραγούδι, η βασιλόπουλα έσκυψε απ' το ψηλό παράθυρο και τα δάκρυά της στάζανε κάτω στο χώμα. Το φεγγάρι φιλούσε τα δάκρυά της και τάκανε μαργαριτάρια. Τότε το βασιλόπουλο σήκωσε ψηλά τα μάτια του και είδε δυο ζαφείρια. να λάμπουν, σαν άστρα, μέσα στο σκοτάδι του παραθυριού. Και σαν τα είδε είπε μέσα του: — Αυτά είναι τα μάτια της αγαπημένης μου.

«Του Ποσειδώνα βασιληά, ευχήσου, ω ξένε, τώρα• 'που εδώ φθασμένοι έτυχετην εκατόμβη εκείνου• και αφού σπονδίσης κ' ευχηθής, ως πρέπει, δος και τούτου 45 την κούπα του γλυκύτατου κρασιού για να σπονδίση• ότι και αυτός θα εύχεται, θαρρώ, των αθανάτων• και των θεών οι άνθρωποι ανάγκην έχουν όλοι• αλλ' είν' αυτός νεώτερος, ομήλικος μ' εμένα, ώστε θα δώσω πρώτα εσέ το τ' ολόχρυσο ποτήρι». 50 Την κούπα με γλυκό κρασί της έβαλετα χέρια• και άρεσ' ο άνδρας συνετός και δίκαιος της Αθήνης, ότι πρώτ' έδωκεν αυτής τ' ολόχρυσο ποτήρι. κ' ευχήθη ευθύς του βασιληά θερμά του Ποσειδώνα•

Αντί για τον Πολύφημο απάντησε ο Δαμοίτας. Την είδα μα τον Πάνα, ναι, που κτύπαε το κοπάδι, μα το γλυκό το μάτι μου που τώχω ένα μονάχο κι άμποτε κι άμποτε μ' αυτό να βλέπω ως να πεθάνω, κι ο Τήλεμος που το κακό προφήτεψε για μένα κακό να 'δη στο σπίτι του κακό και στα παιδιά του.