Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Ο πιστικός χαράημερα και με τ' αηδόνια τώρα Αρμέει και βγάζει απ' το μαντρίτα πλάϊα το κοπάδι, Και κάθεταιένα τσουγγρί και λέει γλυκό τραγούδι. Το λέει με τη φλογέρα του, το λέει με τη φωνή του.

Φίλησε τα δάκρυά της και της χάιδεψε το χλωμό πρόσωπο. — Γιατί δεν κοιμάσαι, όμορφη χήρα; Σούφερα ένα γλυκό όνειρο... — Ο ύπνος έφυγε από τα βλέφαρά μου και τόνειρό μου το βλέπω μ' ανοικτά τα μάτια... Η όμορφη χήρα συλλογιζότανε τον καλό της, που την άφησε κ' έφυγε τόσο βιαστικά, λέγοντάς της πως θα ξαναγυρίση και δεν ξαναγύρισε.

Κι όμως όλοι το τρώνε τριγύρω κι από μένα κρυφό το κρατούν· με κοιτούν όπου κάμω όπου γύρω, αν πεινώ κι εγώ λες και ρωτούν· και καθένας ωστόσο το ξέρει πως εγώ δεν απλώνω το χέρι. Πως το ξένο ψωμί δε γυρεύω, λεημοσύνη δε θέλω να βρω κι ό τι οι άλλοι κερδίσαν δεν κλέβω· το δικό μου ψωμί λαχταρώ, το ψωμί το γλυκό που χορταίνει, που μονάχος κάνεις το κερδαίνει.

Ψυχή τι άλλο καρτερείς; Σε τι παντέχεις, και θαρρείς; Ως πότε με παιδεύεις. Έβγα, τι πλιο γυρεύεις! Από τα διο σου αχείλια, τ' αθάνατο νερό Πολύ και πλούσιο τρέχει, γλυκό και καθαρό. Κι' εκείνος που δροσίση το στόμα μια φορά, Του χάρου ας μη φοβάται τα βέλη τα σκληρά. Αν το κορμί απεθάνει, αισθάνεται η ψυχή. Εκείνη τη γλυκάδα, που γεύτη στην αρχή.

Έν' άστρο ας μείνη ψηλά να μας παραστέκη. Κι' ο Θεός άκουσε τα λόγια του Αγαπημένου. Ο Ήλιος έσβυσε απάνω στο στερέωμα κ' ένα άστρο, γλυκό σαν την Αφροδίτη, έλαμψε στο γαλάζιον αιθέρα, απάνω απ' το αγκάλιασμά τους. Κι' ο Αγαπημένος έσφιξε την αγάπη του απάνω στο στήθος του και κάρφωσε τα μάτια του απάνω στα δικά της.

Γλυκό ’ναι πάντα αφρόντιδος στη συμφορά σου να μένης. Τι μ’ εδέχεσο, Κιθαιρών, τάχα; Και γιατί δεν μ’ εσκότωνες καθώς μ’ εδέχθης; Έτσι δεν θενά μάθαιναν ποτέ οι ανθρώποι το γένος μου. Ω συ Πόλυβε, Κόρινθε, σπίτι πατρικό, που στα ψέματα σ’ έλεγα σπίτι, πόσες πληγές εκρύβοντο κάτω από μένα; στολίδι πολυάκριβο και τιμημένο. Και τώρα ετρανοδείχθηκε κακός πως είμαι και γεννημένος άνομα.

Εμάζευεν εις το δάσος αγριοφράουλες, μενεξέδες και άλλα λουλούδια και τα επρόσφερνεν εις τους διαβάτες μ' ένα χαμόγελο τόσο γλυκό, που σπάνιον ήταν να της αρνηθούν την πεντάρα τους, όσοι είχαν να την δώσουν.

Η Κώσταινα, επειδής είταν μοναχή της, δεν εδέχονταν ξένους χωρίς γνώρο, αλλ' ακολουθούσε με τ' αυτί το ποδοβολητό του μουλαριού «γκρουπ... γκρουπ... γκρουπ... » και το γλυκό λάλημα του κυπριού «τριγκ.. τριγκ.. τριγκ... » Ο αγνώριστος ξένος δέκα φορές έφερε το Χωριό άνω κάτω. Ξέταξε όλα τα σπίτια ένα-ένα, σα νάθελε να βρη καμμιά εξώθυρα γνώριμη, αλλά έχανε τον κόπο του του κάκου.

Κ' είπε, τα κεφαλάκια των χαϊδεύοντας η Αλκμήνη: «Ύπνο γλυκό κ' ύπνο αλαφρό, παιδιά μου κοιμηθήτε, »κλείσετε τα ματάκια σας, ευτυχισμένα αδέρφια· »καλότυχο το πλάγιασμα και το ξημέρωμά σας». Και λέγοντας τα λόγια αυτά κουνούσε την ασπίδα και τα παιδιά κοιμήθηκαν κ' ύπνος γλυκός τα πήρε.

Το Γιάννη Μπουκουβάλα Γυμνό βαστώντας το σπαθί σαν νάφτανε τρεχάτος Ψηλ' από το Κεράσοβο. Σιμά του ο Μητρομάρας. Εφάνηκε ύστερα ο Σταθάς, θολός, ανταριασμένος, Θαλασσοπούλι πώσταζεν αφρούς απ' την Κασσάνδρα. Ο Ζήδρος ο ανήμερος. Ο Θύμιος ο Βλαχάβας, Πούχε παράπονο κρυφό γιατ' ήτον πεθαμένος Και δεν μπορούσε μια φορά να μαρτυρήση ακόμα Για τώνειρό του το γλυκό. Ο Βλαχαρμάτας Βέργος.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν