United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν είχες δουλειά, να κοιτάξης, του λέει, πήγαινε τώρα, και τα λέμε άλλη φορά. — Ναι, κάτι θέλω να κοιτάξω, αποκρίνεται ο Μιχάλης. Το βράδυ έρχουμαι και τα λέμε. Κ' έτσι αφίνει το Δημήτρη, και παίρνει τον άλλο δρόμο ανάλαφρος και παρηγορημένος, σα να ξύπνησε από βραχνά φοβερό. — Σε ξέρω κ' έννοια σου, κακόμοιρε, μουρμούριζε ο Δημήτρης, όταν έμεινε μοναχός του.

—«Ψωμί! απ το βασιλιά το καρτεράτε; τα χωράφια το δίνουν το ψωμί.» — «Τα χωράφια σεις λίγοι τα κρατάτε· όσα μας μείναν τάπνιξε η βροχή, τα' καψε ο λίβας· άλλο δεν καρπίζουν· πεινούμε· γύμνια δέρνει τα κορμιά», βραχνά, βαριά χίλιες φωνές βουίζουν. «Σκορπιστήτε! μη θέλετε με βια

Αποτραβιέται δυο βήματα παραπίσω, μην τύχη και τηνε δη. Έτσι, σα να το σκόπευε κιόλας. Πέρασε ως τόσο ο Πανάγος άβλαβος κι άγκιχτος, κ' έμεινε η Ασήμω στεκάμενη ακόμη στ' απλάδι σαν παραλογιασμένη, σαν υπνοβάτρα που έννοιωθε και δεν έννοιωθε. Υπνοβάτρα που κάποιου φοβερού βραχνά προσταγή λες κι άκουγε μες στον παραδαρμένο της νου.

Κι' ο Μήτρος με τη χαραυγή τα πρόβατα του βγάζει Στα κορφοβούνια απ' τάρμεγμα να τα περιβοσκήση, Αντιλαλούν η λαγκαδιαίς απ' τα λαμπρά κουδούνια, Απ' τα βραχνά βελάσματα αχολογούν η ράχαις, Και 'ςτ' αλαφρό τ' ανέβασμα του ζηλεμμένου Μήτρου Φουσκώνει η φουστανέλλα του, βροντούν τα χαϊμαλιά του, Κι' ο μεταξένιος του ο τσαμπάς τινάζεται σαν νέφιο Οπού το δέρνει ο άνεμος και το χρυσώνει ο ήλιος.

τους όχτους, 'ς τα ριζά, κοπάδια ασπρολογάνε Και φαίνονται βοσκοί, καιτώμορφο κεντίδι Φλογέρες λες κι' ακούς, λες και γροικάς τραγούδια, Βελάσματα βραχνά και ηχούς από τρουκάνια. 'Σ τα πόδια του βουνού κεντάει γαλάζια λίμνη Με καλαμιές χρυσές. Ένας ψαράςτην άκρη Πεζόβολον κρατεί και δόλωμα ετοιμάζει. Κάμπον πλατύν πλατύν με σμαραγδένιο νήμα Ολόγυρα κεντάει.

Αλλά μάλλον φαίνεται πως ήθελε να κρύψη την κοκκινάδα πούχε χυθή στο πρόσωπό της και να στρέψη αλλού την ομιλία. Σε λίγο ένα κορίτσι λέγει του Βαγγελιού: — Δεν είδες πως ήλλαξε η φωνή του Γιωργιού; — Πώς ήλλαξε; είπε το Βαγγελιό· φαίνεται όμως ότι πρώτη αυτή 'χε παρατηρήσει αυτή τη μεταβολή κέκανε πως δεν καταλάβαινε. — Εχόντρινε η φωνή του. Μιλεί βραχνά, σαν τα πετειναράκια, όντε πρωτοκράζουνε.

Έβλεπε κατόπιμέσα στο φοβερό, τον ατέλειωτον εκείνο το βραχνάέβλεπε τον Πάτερ Χαράλαμπο μόνο που δε βλογούσε την αμαρτία με το Βαγγέλιο στο χέρι, που άκουγε τις ψευτιές του Πανάγου και τις σκέπαζε με το πετραχήλι του, κ' ύστερα να τρέχη και να τις φέρνη αντίδωρο, λέει, ποιανού; — του Δημήτρη!

Κέρατα, όστρακα, ξύλα, μέταλλα και ανθρώπινα λαρύγγια δεν εβροντοφωνούσαν άλλο με κάθε τρόπο, βραχνά, πένθιμα, παραπονιάρικα είτε απειλητικά, παρά την τρομερή προσταγή: — Σταθήτε!... φυλαχθήτε!... μη και τρακάραμε!... Όλοι το έλεγαν και το αισθάνονταν όλοι να πέφτη χιονοβολή στην ψυχή τους.

Έλα, ω θάνατε, λοιπόν! το θέλει η Ιουλιέτα. Ψυχή μου, έλαλέγε μου. Δεν είν' ακόμη 'μέρα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! είναι 'μέρα! μην αργής· φύγ' απ' εδώ αμέσως. Κορυδαλός είναι αυτός οπού βραχνά φωνάζει και μ' άγριον κελάδημα ξεσχίζει τον αέρα! Το λάλημά του διατί αρμονικόν το λέγουν; Αφού μας φέρνει χωρισμόν, αρμονικόν δεν είναι.

Κι όντας αποτέλειωσε τη θλιβερή αυτή ιστορία, ο γέρος τσοπάνος, της πέτρας αυτής που καθόμαστε ξαπλωμένοι κ' οι δυο, μου φάνηκε πως ο αντίλαλος πέρα της ράχης έπαιρνε τα στερνά του λόγια και τάφερνε μακριά, πολύ μακριά προς τα ελληνικά σύνορά μας, διαλαλώντας τα βραχνά από μεγάλο πόθο κι εκδίκηση γεμάτα: — Βαράτε! τα σκυλιά, βαράτε!...