Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Μίαν ημέραν, οπότε καθημένη πλησίον του έλεγεν ότι, εκτός της χριστιανικής διδασκαλίας ζωή δεν υπάρχει, εκείνος, αρχίζων να αναλαμβάνη τας δυνάμεις του, ανεσηκώθη επί του υγιούς βραχίονός του, έπειτα αποτόμως έθεσε την κεφαλήν του επί των γονάτων της κόρης και είπε: — Η ζωή είσαι συ! Τότε η αναπνοή εκόπη εις το στήθος της Λιγείας, το λογικόν την εγκατέλειψε και εσκίρτησεν όλη εξ ηδονής.
Και δύο φοράς την εβδομάδα έπαιρνε το ραβδάκι της εις την δεξιάν χείρα και το καλαθάκι της εις τον αγκώνα του αριστερού βραχίονος, και οδηγούσα και μίαν αμνάδα και μίαν αίγα, τας οποίας έβοσκεν η ιδία, κατήρχετο από το Μεγάλο Ορμάνι, και έφθανεν εις την κρημνώδη θαλασσόπληκτον ακτήν, κ' επήγαινε ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης.
Ησθανόμην εισέτι επί των ώμων και του βραχίονος τας βαρείας του Αράπη χείρας, ήκουα την οργίλην προσταγήν του Αγά να με βάλωσιν εις την φυλακήν, ενθυμούμην το εργαστήριον και το πρόσωπον του Τηνίου υποδηματοποιού, εντός δε του σκότους της φυλακής ενόμισα κατά πρώτον ότι ονειρεύομαι. Άμα οι οφθαλμοί μου συνείθισαν το σκότος, είδα ότι δεν ήμην μόνος εκεί. Δυο χωρικοί εκάθηντο επί του εδάφους.
Εγονάτισα πλησίον του, έσκυψα και επρόφερα σιγά το όνομά του ― Γιάννη, Γιάννη, είμ' εγώ, ο Λουκής. Μη τρομάξης. Ο Λουκής. Εξύπνησεν ο γέρων, εκράτει την αναπνοήν του, αλλ ούτε ωμίλησεν ούτε εκινήθη. Ενόμιζεν ίσως ότι ονειρεύεται. Έθεσα την χείρα επί του βραχίονός του και είπα εκ νέου το όνομά μου. Ανεκάθησεν επί της στρωμνής του, αλλά παρήλθεν ώρα ικανή μέχρις ου συνέλθη εντελώς.
Ο Μώρος την ήνοιξε με ένα κτύπον της κεφαλής του και με μίαν προσπάθειαν του αριστερού του βραχίονος. Είτα ως ο κολυμβητής, ο αναδυόμενος εκ του κύματος, επήδησεν επάνω εις το πάτωμα, έκλεισε μετά κρότου την κλαβανήν, κ' εφάνη ότι έθεσεν εν βάρος, ίσως μικράν τινα κασσέλαν, επί της σανίδος. Οι δύο χωροφύλακες, εν οργή και με πολλάς βρασφημίας, ήρχισαν να ψάχνουν εις το ισόγειον.
Έξαφνα, εις τα βάθη εκεί, αναμέσον των δένδρων είδα προχωρούσας βραδέως δύο μορφάς συνεσφιγμένας. Ανεγνώρισα μακρόθεν του Μίρτου το ανάστημα. Έφερε το όπλον εις την αριστεράν χείρα, και διά του δεξιού βραχίονος εκράτει ενηγκαλισμένην γυναίκα στηρίζουσαν την κεφαλήν επί του ώμου του. Έστρεφε προς την σύντροφόν του το κεκλιμένον πρόσωπον, ώστε δεν ηδύνατο να με ίδη.
Ο Φούρβης δεν ετόλμησε ν' αντιστή, και εξήλθε μετά του Σκούντα, όστις εκράτει αυτόν σφιγκτώς εκ του βραχίονος. Ότε είδε την Αϊμάν, είπεν ο Φούρβης· — Αυτή πάλι τι είνε; — Σιωπή, είπεν ο Σκούντας. Ο Φούρβης εισήγαγε την κλείδα εις το μικρόν κλείθρον αποσύρας τον μοχλόν και ήνοιξε την θυρίδα. — Απ' εδώ ειμπορείτε να εβγήτε, είπε· δεν είνε ανάγκη νανοίξωμεν την μεγάλη.
Ο νεώτερος, πρώτος βαδίζων, εισήλθεν εις το μονοπάτι αυτό, επιστρεφόμενος κατά πλευρόν και τείνων την χείρα εις τον γέροντα, όστις εκράτει εκ του αριστερού βραχίονος τον σύντροφόν του, και μόλις διακρίνοντες τα αντικείμενα, πότε προσκόπτοντες επί ξηρών στελεχών ή λίθων, επροχώρησαν επ' ολίγα λεπτά της ώρας εντός του δάσους.
— Άφησέ την, πατέρα, είπεν ούτος, θέτων την χείρα επί του βραχίονος του πατρός του. — Τι γυρεύεις εσύ; εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Κοιμήσου γρήγορα. — Δεν κάνεις καλά, πατέρα μου, είπεν ο νέος, ως να διετέλει εν παραλήρω. — Εσύ θα μου πης; είπεν οργίλως ο Γύφτος. Γκρεμίσου. Ο Μάχτος εκινδυνευε να παραφρονήση. Έβλεπεν ότι το πράγμα καθίστατο σπουδαιότερον.
Ο Βινίκιος τον απώθησεν, αλλ' εκείνος τον έλαβεν από του βραχίονος και τον έσυρε προς εαυτόν. — Εάν θέλης να μάθης κάτι διά την Λίγειαν, έλα μαζή μου, είπε, θα σου ανακοινώσω τας σκέψεις μου. Εισήλθον εις το εσωτερικόν περιστύλιον και εκάθησαν επί μαρμαρίνου καθίσματος διά να συνομιλήσουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν