Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Άξαφνα σαν να πνιγότανε, σαν να ζητούσε μια υστερνή βοήθεια, τινάχθηκε απάνω, άπλωσε τα χέρια του, σαν να ήθελε να γαντζωθή από κάπου. Όλοι παραμέρισαν τρομαγμένοι, ένας κρύος τρόμος τους έπιασε, σαν είδαν τα κοκκαλιάρικα χέρια του να απλώνωνται σαν γάντζοι στον αέρα, ζητώντας ναρπάξουν κάτι τι στον αέρα, να το συνεπάρουν μαζί τους. Μια γρηά τον έπιασε απ' τις πλάτες, να του βάλη αντιστύλι.
Μεγάλη πίκρα ήτανε χυμένη στο παλάτι. Κ' η γρηά η βασίλισσα απ' το κακό της αρρώστησε και πέθανε. Και κλείνοντας τα μάτια της, έλεγε με παράπονο: — Αλλοίμονο, παιδί μου, και σα γυρίσης απ' τον πόλεμο και σα σου βάλη ο βασιλέας την κορώνα του, πού θάβρω εγώ το ταξιμο που σούταξα να σου το δώσω; Καλύτερα να κλείσω τα μάπα μου να μην ιδούνε τη ντροπή μου.
Αλλά και προ καιρού στην εορτή της Αφροδίτης, δεν έρριξα εις τα πόδια της θεάς μία δραχμή ασημένια για σένα; Έπειτα πάλιν επλήρωσα δυό δραχμές για υποδήματα της μητέρας σου και πολλές φορές έχω βάλη στο χέρι αυτής της Λυδής πότε δύο και πότε τέσσερους οβολούς. Όλα αυτά αν τα μαζέψης κάνουν περιουσίαν για ένα ναύτην. ΜΥΡΤ. Τα κρομμύδια και τα παστόψαρα, Δωρίων;
Είχεν ακούσει προσέτι και το &Άξιόν εστιν& εις την γλώσσαν εκείνην: «Ντόστονο εστ γιακοβώ, ιστίνο μπλαζίτιτια Μπογορόδιτς...» Εις την Σαλονίκην πάλιν είχεν εκμελετήσει τα ήθη των Εβραίων, και διηγείτο πώς ένα χωριατόπουλο, πρώτην φοράν ελθόν, και ιδόν Εβραίον με μακρά ρούχα και γένεια, τον εξέλαβεν ως παπάν, κ' έσπευσε να βάλη μετάνοιαις· τότε πλήθος Ιουδαίων ελθόντες ενέπαιζον την ακακίαν του παιδίου, απαιτούντες όλοι την ιδίαν χριστιανικήν υπόκλισιν, και λέγοντες: «Κάμε και τούτο το παπά, μετάνοια, κουζούμ· κάμε και τ' άλλο το παπά μετάνοια... » Εις την Σμύρνην πάλιν είχεν ακούσει τόσες περιπαθείς πατινάδες εις τον Φραγκομαχαλάν, και είχεν απολαύσει εις την Αγίαν Φωτεινήν την ψαλμωδίαν του «Νικολάου Σμύρνης».
Και λυγίζωντας τη φωνή του σύμφωνα με την προφορά των γυναικών της Σαντορίνης ανταπόδωκεν αμέσως το πείραγμα: — Κα μπρε τα πουλί μου... Τσ' αν πας στο Ταϊγάνι τσ' ερθής με το καλό, να μου φέρης ένα φλουσκί ταμπάκο, να σε γλυκοφιλώ!... Ο θερμαστής είχε τα ένα πόδι στη σκάλα κ' ετοιμαζόταν να βάλη και το άλλο. Επήγαινε ν' αλλάξη τα βρεγμένα ρούχα του.
Λυγερή! — Καλώς μου τον λεβέντη! — Τι νάναι αυτό το κέντημα; — Του γάμου μας το δώρο, Που θα σου δώσω, Κωνσταντή κι’ αρραβωνιαστικέ μου, Την Κυριακή του γάμου μας την άγια εκείνη ημέρα, Που θα μας βάλη ο παπάς τα τίμια μας στεφάνια, Μπρος στο Βαγγέλιο το ιερό και μπρος την Παναγία, Και στον αφέντη το Χριστό και σ’ όλους τους Αγίους. Ιδέ και πε μου, Κωνστανή, καμάρι της καρδιάς μου.
Νέος ήτο κ' έβραζε το αίμα του· και αν δεν κάνουν οι νέοι τρέλλες, ποιοι θα τις κάνουν, οι γέροι; Και το κάτω κάτω μήπως αυτές η τρέλλες της νεότητος δεν ήσαν το ωραιότερον μέρος της ζωής; Διά τούτο είχε και ένα άλλον δισταγμόν. Δεν ήθελε να βάλη τον Μανώλην τόσον γλίγωρα στα βάσανα της ζωής χωρίς να τον αφήση να χαρή και αυτός την νεότητά του ένα ή δύο έτη.
Σαν ξανανταμωθήκανε στο νάρθηκα οι τρεις τους, τους λέει ο Πάτερ Χαράλαμπος, στρεφογυρίζοντας τα κάτασπρά του μαλλιά και χώνοντας τα μέσα στο καλιμάφκι του, να μην τονε νοιάζουνται τον κόσμο πια τώρα, γιατί ατός του θα πάη και θα πη τα χρειαζούμενα εκεί που πρέπει, και γλήγορα θαποτραβήξη την ουρά του ο Τρισκατάρατος, που ζήτηξε με το Χριστό να τα βάλη, μα το φως το διώχνει πάντα το σκότος.
Διότι είναι πρόχειροι και άφθονοι όσοι είναι πρόθυμοι να γίνουν άριστοι όσον το δυνατόν περισσότερον και ταχύτερον, και τον Ησίοδον οι περισσότεροι τον θεωρούν σοφόν, διότι λέγει ότι η μεν οδός της κακίας είναι ομαλή και διαβαίνεται χωρίς να ιδρώση κανείς, διότι είναι πολύ σύντομος, λέγει όμως ότι στην αρετή: Μπροστά οι αθάνατοι θεοί ιδρώτα έχουν βάλη Είναι μακρός και ανωφερής ο δρόμος της 'ς τα πρώτα και δύσκολος.
Ποιο κεφαλαίς περσότεραις σκληρά να πρωταρπάξη, Για να ταις βάλη επανωταίς να χτίσει πυραμίδα Ποιο δέρνει τους συντρόφους του με σκοτωμένου χέρι. Εισελθόντος δε εις την αυλήν τυφλού γέροντος να ζητήση ελεημοσύνης, ρίπτουσι τα λυκόπουλα ταύτα εις την τρέμουσαν εκ του ψύχους παλάμην του αναμμένον άνθρακα και τεμάχιον πτώματος, Και τόνε διώχνουν σκούζωντας: «Ψήσε το να χορτάσης!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν