Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Και άρχισε να λέγη· μετά τον θάνατον του πατρός μου κατά κληρονομίαν του διαδόχου, λαμβάνοντας τα σκήπτρα του βασιλείου και αναβαίνοντας εις τον πατρικόν θρόνον έκλεξα διά νύμφην και σύζυγόν μου μίαν μου εξαδέλφην, την οποίαν στεφανωθείς εκήρυξα νόμιμόν μου γυναίκα και βασίλισσαν, και εφυλάττετο μεταξύ μας άκρα αγάπη, ομόνοια και αμοιβαία ηδονή και ξεφάντωσις εις διάστημα σχεδόν πέντε χρόνων.
Ουχί δε άπαξ, αλλά πολλάκις επληρώθη δι' αυτόν και τους άλλους Αποστόλους η υπόσχεσις ότι, «Απ' άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον Υιόν του Ανθρώπου». Ο τίτλος «ο Υιός του Ανθρώπου», τον οποίον λαμβάνει εδώ ο Ιησούς, είναι ο πρώτος προσδιορισμός δι' ου περιγράφει τον εαυτόν Του.
Και εκείνοι μεν επεθύμουν, φυσικώ τω λόγω, να μάθωσιν όπερ ηγνόουν, ούτοι δε τυχόντες ήδη της εμπιστοσύνης, ή και ψευσθέντες της προσδοκίας, δεν έκρινον εύλογον να μεταδώσωσι και προς άλλους την μερίδα, ην έλαβον. Άλλως δε το αίσθημα το κινούν τους αναβαίνοντας εις την πρόωρον τούτην εξέτασιν ήτο η ανυπομονησία.
Εγώ ευθύς με το μαχαίρι έσχισα το δέρμα και το όρνεον βλέποντάς με έφυγε· τότε θεωρώντας ολόγυρα είδα το χρυσούν εκείνο παλάτι ως μου είπον και περιπατώντας ολίγον έφθασα εις την θύραν του και άρχισα να θεωρώ ένα προς ένα τα όσα αξιοθαύμαστα πράγματα έβλεπα εκεί· και εμβαίνοντας μέσα εις την αυλήν, όλην λιθοπόρφυρον, είδον μίαν σκάλαν από μάρμαρον λευκότατον και αναβαίνοντας επάνω εις διάφορα ανώγεα, εστρωμένα με πολύτιμα στρωσίδια και προχωρώντας παραμέσα εις ένα αργυροκρυστάλλινον θάλαμον, εύρον σαράντα κορασίδας ωραιοτάτας τόσον, που έμεινα όλος εκστατικός, εις τοιαύτην εξαίρετον ευμορφιάν και άφωνος.
Έλαβα την υπομονήν να αφεθώ να με δέσουν εις το ξύλον, μα ευθύς που έβαλαν την φωτιά, είπα κάποια λόγια της λεκανομαντείας, και ευθύς η δύναμίς των εκαταχάλασε τα δέματά μου· τότες επήρα ένα ξύλον χοντρόν, και του έδωκα την μορφήν ενός αμαξίου θριαμβευτού· επάνω εις το οποίον αναβαίνοντας, εσεργιάνισα καμπόσον απάνω εις τον αέρα, εις την θεωρίαν παντός του λαού, ο οποίος δεν έλαβε τόσην χαράν να με ιδή εις το αμάξι όσην είχε να με ιδή καμμένον.
Άγριον απλόνεται νησί παρέξω απ' τον λιμένα, ούτε σιμά, και ούτε μακράν της χώρας των Κυκλώπων, σύδενδρο, και αγριόγιδα 'ς εκείνο μέσα βόσκουν, αμέτρητα• ότι πάτημα δεν τα εμποδίζει ανθρώπων, ουδέ κει μπαίνουν κυνηγοί, 'που συνηθούν 'ς τα δάση 120 να δέρνωνται, αναβαίνοντας ράχαις και κορφοβούνια. ποίμνια δεν το σκεπάζουσι, και αλέτρια δεν το σχίζουν, αλλ' άσπαρτο, αναλάτρευτο, και ολόρφανο απ' ανθρώπους ολοκαιρής, είναι βοσκή 'ς τα γίδια 'που βελάζουν. τι πλοία κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες δεν έχουν, 125 ούτ' έχουν πλοίων ξυλουργούς, 'που εκείνων θα εμορφόναν καλόστρωτα πλεούμενα, χρήσιμα να 'ναι εις όλα, 'ς ταις πολιτείαις φθάνοντας, ως τους ανθρώπους βλέπεις το πέλαο να συχνοπερνούν απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος• και αυτοί θα τους εσύσταιναν καλόκτιστην την νήσο. 130 κακή δεν είναι• θα 'φερνε κάθε καρπό 'ς την ώρα, ότι της λευκής θάλασσας 'ς την άκρη τα λειβάδια υγρά θωρείς και μαλακά• και άφθαρτ' αμπέλια θα 'χε• και για τ' αλέτρ' είναι ομαλή• τον σίτο 'ς τον καιρό του βαθειά πολύ θα εθέριζαν, ότ' είναι η γη παχεία. 135 κ' έχει λιμέν' ακίνδυνον, οπού σχοινιά δεν θέλει, είτε να ρίχνουν άγκυραν, είτε να δένουν πρύμη, αλλ' αραγμένοι προς την γη να μένουν, ως 'που οι ναύταις να ξεκινήσουν πρόθυμα, άμα φυσήση πρύμος. και εις του λιμένα την κορφή νερό καθάριο ρέει, 140 άντρο αποκάτω μια πηγή, και ολόγυρα έχει λεύκαις. αυτού εμπαίναμε• θεός κάποιος μας οδηγούσε, 'ς το σκότος μέσα της νυκτός, 'π' αθώρητα ήσαν όλα. ότι καταχνιά κύκλονε τα πλοία, και η σελήνη δεν έφεγγε απ' τον ουρανό και νέφη την εκρύβαν. 145 και το νησί δεν ξάνοιξε κανείς μας με τα μάτια, ουδέ τα μακρυά κύματα 'ς την γην όπως κυλούσαν είδαμε, πριν τα πλοία μας 'ς την άκρα προσαράξουν. και άμ' άραξαν, εσύραμε κατ' όλα τα πανιά τους, 'ς την γην εβγήκαμε κ' εμείς, και, αφού πήραμ' ολίγον 150 ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.
Κι' ολόγυρ' από τα χωριά κι από τον κάμπο ορθώνονται σα φράχτες και σα ταμπούρια, οι λόφοι, τα χαμηλώματα των γύρωθε βουνών, οπ' αναβαίνοντας απανωτά σα σκαλοπάτια σχηματίζουν σιγά σιγά τα ψηλά κι άγρια και κακοτράχαλα καταρράχια του Πίνδου, του Σουλιού και του Δέλβινου, που κλειούν περίγυρα σα γιγάντιες κορνίζες, τη μεγάλη αυτή κι ωμμορφότατη εικόνα.
Το τι σημαίνει η λέξις κούρασις, το ησθάνθην, καθ' όλην του πράγματος την έκτασιν, κατά την ανάβασιν του βουνού εκείνου. Οι άλλοι, εβάδιζον ό λ ο ι ακμαίοι, ωσάν να είχε τότε μόνον αρχίσει η πορεία. Ήρκει να υψώσω την κεφαλήν διά να τους ίδω αναβαίνοντας, ελαφρούς όλους και ζωηρούς. Και χωρίς να υψώσω την κεφαλήν, έβλεπα τανυομένας τας ευρώστους κνήμας των αμέσως προ εμού βαδιζόντων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν