Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Σεπτεμβρίου 2025


Ούτε κι' αγάπησα καμμιά 'ςτής ξενιτειάς τη χώρα, Ούτε λησμόνησα ποτές εσένα την καλή μου. Μήνες και χρόμα επλούτενα, για να γυρίσω τώρα, Με γρόσια 'ςτό δισάκι μου και λίρες 'ςτό κιμέρι, Κι' αρρωστεμένη να σε βρω και να σε βρω 'ςτό στρώμα; Φωτιά να κάψη τα φλουριά! κ' εγώ θα τα ξοδιάσω Σ' όλον τον κόσμο, 'ςτούς γιατρούς, για εσέ, για την υγειά σου!

Έμεινα κάμποσο, την είδα, την αγάπησα πολύ. Όλα τάβλεπα μ' άλλα μάτια παρά στον καιρό του Ταξιδιού , μου φαίνουνταν πως άνοιγε ο νους μου, πως άλλαζε η ζωή μου, και νομίζω πως και στο ιντερβιού αφτό ακούει κανένας σαν αντιλαλιά κρυφή απ' όσα έννοιωθα κι άρχιζα να ονειρέβουμαι για την Ελλάδα σε κείνη την εποχή.

Αγάπησα το πρόσωπο της θάλασσας, τους κόρφους, τα νησιά, τους θυμούς και τη γαλήνη της, μα τους θησαυρούς του βυθού της όχι· ποτέ! Από μικρός αισθανόμουν ανίκητη αηδία και τρόμο παράξενο εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου εφαινόταν, δεν θυμούμαι πώς την επαρόμοιαζα, όχι όμως ποτέ με πλεούμενο, ευχή του θεού και καμάρι της θάλασσας.

Δεν είνε δουλειά σου ν' ανακατώνεσαι! λένε ψέμματα· εγώ δεν αγαπώ, δεν αγάπησα κανένα. Η Μπέλλα εδάκρυσε και ο Αντωνέλλος ετράπη εις φυγήν. Ο Αντωνέλλος εδόθη με πλειότερον ζήλον εις την εργασίαν, ήτο δε η ψυχή του πλοίου, το οποίον, μετά το συνοικέσιον, μετωνομάσθη «Μπέλλα» προς τιμήν της αδελφής. Μόνον ο χαρακτήρ του ηλλοιώθη επί το χείρον.

Πες των ματιών σου αν αγαπάς σ' εμέ να μη κακιόσουν. Γιατί να ξέρης άφευχτα του χάρου θα με δώσουν. Κι' αν θέλεις παρηγόραμε με το χρυσό σου στόμα, Να με προφτάκης μη με φάη της γης το μαύρο χώμα. Το χώμα δεν το σκιάζομαι, την πλάκα δε φοβούμαι, Μον πως να μη σε μεταϊδώ βαριά το συλλογιούμαι. Αν θέλεις πάλι, κι' αγαπάς, να χάσω τη ζωή μου, Αφόντης και σ' αγάπησα δεν τη μετρώ δική μου.

Βλέπεις πως μοιάζουν τα μαλιά του με λαλέ; πως λάμπουν τα μάτια κάτω από τα φρύδια σαν δαχτυλιδόπετρα μέσα σε χρυσή δέση; πως το πρόσωπό του είναι γεμάτο κοκκινάδι και το στόμα του απ' άσπρα δόντια σαν του ελέφαντα; Ποιος αγαπητικός δε θα παρακαλούσε να πάρη από εκεί νόστιμα φιλιά; Κι αν αγάπησα βοσκό, μιμήθηκα τους θεούς.

Και τη στιγμή που βρέθηκε μπροστά μου η γυναίκα, που μου αφωσιώθηκε με όλη της την ψυχή, και που την αγάπησα με τη δύναμι των δεκάξη μου χρόνων, εγώ σκιάχτηκα μπροστά στο φάντασμα της κοινωνίας, και χάλασα μια ευτυχία, γυρεύοντας να γυρίσω ανάποδα το ρεύμα της ζωής μου. Βλέπεις, γιατρέ, τι σκλάβοι που είμαστε, τι ελεεινοί σκλάβοι! Σκλάβοι σε όλη μας τη ζωή . . . Σκλάβοι αλήθεια! Σκλάβοι!

Και ωσάν της εφανέρωσα αυτό, ευθύς εις τον ίδιον καιρόν της εδιηγήθηκα, μα χωρίς να κρύψω το παραμικρόν, όλην μου την ιστορία. Τελειώνοντας δε την διήγησίν μου, Βασιλέα μου, είπεν αύτη, ήξευρε ότι αν κατά τύχην και δεν ήθελες είσαι υιός Βασιλέως, δεν ήθελα σε αγαπήσει ολιγώτερον απ' ό,τι σε αγάπησα.

Εγώ έμεινα ωσάν μία πείρα εκστατικός εις το να ακούσω μίαν τέτοιον ανεπάντεχον απόφασιν και αν δεν ήθελα ήμουν αυθέντης και κυριευτής του πάθους μου, ήθελα λάβη πολλά ογλήγορα εις το παλάτι μου την Αροούγιαν, διά το πείσμα της· επειδή και ημπορούσα ευθύς να στείλω ανθρώπους διά να τους φθάσουν, και να τους γυρίσουν· μα δεν ηθέλησα να κάμω ένα πράγμα τόσον άδικον να αρπάξω την ξένην γυναίκα και στανικώς, και μάλιστα που ποτέ δεν αγάπησα να βιάσω τες καρδιές διά να με αγαπήσουν.

Κι α δε λείψης απ' αυτό σου το κόλασμα, βράζει από τώρα η πίσσα που μπορεί και δυο ψυχές αντίς μια να παραλάβη στα βάθια της. Στεφ. Γιατί να το λες αυτό, Αρετούλα; Πού σ' αγάπησα τάχα; Εγώ κακός δεν είμαι. Γιατί να κολαστώ και γιατί να κολάσω; Εγώ από τη στιγμή που σ' αγάπησα έγιν' αρνί μονάχο, σαν κορίτσι απονήρευτος είμαι. Πες μου, Αρετούλα.

Λέξη Της Ημέρας

παστρουμάδι

Άλλοι Ψάχνουν