Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
ΙΩΝ Για τους καρπούς ήλθε της γης ή για παιδί να μάθη; ΚΡΕΟΥΣΑ Πολύν καιρό ζούμε μαζύ χωρίς παιδί κανένα. ΙΩΝ Ποτέ δεν γέννησες εσύ, κι' άτεκνος είσαι πάντα; ΚΡΕΟΥΣΑ Ο Φοίβος ξέρει μοναχά γιατί παιδί δεν έχω. ΙΩΝ Δύστυχη! μ' όλο που ευτυχείς, δεν είσαι ευτυχισμένη. ΚΡΕΟΥΣΑ Ποιός είσαι, που μακάρισα τη μάννα που σ' εγέννησε; ΙΩΝ Λέγομαι δούλος του θεού και είμαι, ω γυναίκα.
Αλλά μόλις τον είδε συνωφρυωμένον, εδειλίασε· ρίγος διέδραμε το σώμα του και ήρχισε να μετανοή διότι εισήλθεν εις το σπήλαιον, ήλθε μόνος του να ριφθή εις το στόμα του λύκου. Δεν ήτο όμως δυνατόν να πράξη άλλως· αν έφευγε θα εδυσχέραινε περισσότερον την θέσιν του· έλαβε λοιπόν απόφασιν κ' επλησίασε προς τον Μάρτην ταπεινώς. — Γεια, χαρά σου! εψιθύρισε δειλώς. — Καλώς τον. Ο Φλεβάρης έλαβε θάρρος.
Εστάθη όρθιος, και έκαμε τον σταυρόν του. Μία μέρα ήλθε κουρασμένος από μίαν μακρυνήν λειτουργίαν, από τον Πλατανιά. Ήτα φθινόπωρον, ήτο ζέστη· το γαδουράκι εκεί οπού το άφησε να βοσκήση στης καλαμιαίς των θερισμένων αγρών, εδραπέτευσε, και ήλθε πεζός ο παπά-Κονόμος. Κ' εκράτει κ' ένα ταγαράκι γεμάτο φρέσκα φασουλάκια που τον εφίλεψαν.
Μετά είκοσιν έτη επαναβλέπομεν την Μαρίαν Μύρτου εις τας Αθήνας με τον υιόν της, ο οποίος ήλθε να λάβη μέρος εις τους ολυμπιακούς αγώνας. Είνε ένας ωραίος αθλητής, ο οποίος επανειλημμένως αναδεικνύεται ολυμπιονίκης.
Ο Οφφικιάλος βλέποντάς τον να κλαίη έτσι, ηρώτησε το αίτιον, ο δε Κουλούφ με αναστεναγμόν του απεκρίθη, λέγοντας· τι σε ωφελεί, Αυθέντα μου, να μάθης το αίτιον; εγώ ενθυμήθηκα τα συμβεβηκότα μου που επέρασα, και εκείνα που έχω να περάσω, και διά τούτο μου ήλθε παράπονον και κλαίω.
Δεν έκλαιε την μαρανθείσαν νεότητά της, δεν έκλαιε την μοίραν της, δεν έκλαιε τον ξενιτευμόν των αρρένων αδελφών της — ω, αυτά δεν ηρμηνεύοντο διά μεγαλοφώνων θρήνων, αλλά δι' ενδομύχων αρρήτων στεναγμών — αλλ' έκλαιε το μικρόν, τρυφερόν πλάσμα, το οποίον ήλθε να παραλάβη είς ιερεύς μ' ένα πενιχρόν σταυρόν και θυμιατόν διά να το προπέμψη· την δράκα εκείνην του χώματος επιστρέφουσαν εις το χώμα, την ελαφράν εκείνην πνοήν, επανακάμπτουσαν εις την ζωήν την αείζωον, εκεί όπου όλα τα νήπια, όπως λέγει ο Συναξαριστής, απαιτούσιν αυτοδικαίως από τον Δημιουργόν να τους πληρώση τα οφειλόμενα. «Δικαιοκρίτα, δος ημίν τα ουράνια αγαθά αντί των επιγείων, ων ημάς εστέρησας».
Της ήλθε πυρετός. Έβλεπεν όλην την νύκτα νεκρούς και τάφους και βρυκόλακας εις τον τεταραγμένον ύπνον της. Η ιδία η θεία της τής εφαίνετο ότι είχεν αποθάνει, ότι εβρυκολάκιασε και ζητούσε να της πίη το αίμα. Εξύπνησε παγωμένη, και την κατέλαβε κάτι σπασμώδες και νευροπαθές. Είχε πάρε «φρίξιν», καθώς έλεγεν η μητέρα της.
— Φεύγα, σκύλλε του Σατανά! απάντησε ο Βασιληάς. Ο νάνος επήρε το άλογο κ' έφυγε. Είχε πη αλήθεια: ο Βασιληάς δεν περίμενε πολύ. Εκείνη τη νύχτα, καθαρό και ωραίο, έλαμπε το φεγγάρι. Κρυμμένος στα κλαδιά, ο Βασιληάς είδε τον ανηψιό του να πηδάη τους αιχμηρούς στύλους. Ο Τριστάνος ήλθε κάτω από το πεύκο και έρριξε στο νερό τα ξύλινα κομματάκια και τα κλαράκια.
Και ότε, μετά πολυετή εξορίαν επανελθών, εύρον τα πάντα μεταβεβλημένα, τα πάντα διάφορα, οσάκις, μονήρης και σκυθρωπός επεσκεπτόμην τους τόπους των παιδιών και της φαιδρότητος εκείνης, μόνον την εικόνα της Μάσιγγας εύρισκον εν αυτοίς πιστήν και αμετάβλητον, διότι μόνον αυτής η παρουσία δεν ήλθε ν' αντικαταστήση το ίνδαλμα της φαντασίας διά ξηράς πραγματικότητος.
Τι στέκεσαι τώρ' αυτού; Τελείωσες; έλα μέσα! — Μη φωνάζης! υπέλαβε σιγά σιγά και πάλιν ο κυρ Δημήτρης, ιστάμενος πάντοτε επί της φλιάς της θύρας. Κοιμήθηκαν τα παιδιά; — Σε καλό σου! κοιμήθηκαν βέβαια. Τι θα πη αυτό; Τι ρωτάς; Τι σου ήλθε; — Μεγάλα πράγματα, Μαριώ μου! απήντησεν εκείνος εισερχόμενος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν