Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Και σαν καλοκάθιζε το βράδυ στο μιντεράκι του, έπαιρνε σιμά του τον Παναγή και του δηγούνταν την ιστορία μας. Δεν του άφινε μήτε Πελοπίδα, μήτε Τιμολέοντα. Τάκουγε ο μικρός όλ' αυτά και τάκαμνε πολύ χάζι. Από την αρχαιότητα ο Ηγούμενος ήρθε σιγά σιγά στο Βυζάντιο, και μια βραδιά του διηγήθηκε και το χαλασμό της Πόλης — την Άλωση.
Έκανε φτου! φτου!... τρεις φορές· άλλες τρεις την έδερνε με τις πέτρες. Έπειτα πάλιν έπαιρνε τον ανήφορο, εδιάβαινε στην αγορά, έφτανε σπίτι του. Η γυναίκα του η όμορφη Χρυσούλα, ο γυναικάδερφός του ο Βάραγγας και ο γεροπεθερός του απόμαχος θαλασολύκος, έβλεπαν την κατάστασί του και ήσαν απαρηγόρητοι. Δεν ήξευραν τι να κάμουν πώς να τον σώσουν.
Έτσι έπαιρνε κι αυτός τα σχέδια του σπίτι και καθόταν και χαράκωνε και φωτοσκίαζε κ’ έσβηνε με τη γομμαλάστιχα ίσαμε που βράδιαζε και δουλεύοντας σφύριζε ακατάπαυτα, σαν τον κότσυφα. . . Η Λιόλια περνούσε από μπροστά απ’ το τραπέζι του και κρυφοκυττούσε τις ζωγραφιές πούφτειανε ο Νίκος. Και άμα έβλεπε πως ο Νίκος περισσότερο αυτήν κυττούσε παρά τη μύτη του μολυβιού του, κοκκίνιζε ως ταυτιά.
Κ' η Χλόη, επειδή δεν ήξερε τις πονηριές του ερωτευμένου, χαρούμενη έπαιρνε τα δώρα, κ' έχαιρε περισσότερο που τα είχε για να τα χαρίζη αυτή του Δάφνη· κ' επειδή έπρεπε πια να μάθη κι' ο Δάφνης τα έργα του έρωτα, έστησε φιλονεικία ο Δόρκωνας μ' αυτόν ποιος είναι ομορφότερος κ έγινε κριτής η Χλόη· και βραβείο για το νικητή ήτανε να φιλήση τη Χλόη· και πρώτος ο Δόρκωνας τέτοια έλεγε: 16. — Εγώ, παρθένα, είμαι μεγαλείτερος από το Δάφνη· εγώ είμαι γελαδάρης κι αυτός γιδάρης· μα είμαι και τόσο καλλίτερός του όσο είναι τα βώδια από τα γίδια· είμαι κι άσπρος σαν το γάλα και ξανθός σαν το στάρι που θα το θερίσουν· εμένα με ανάθρεψε μητέρα κι όχι αγρίμι.
Ο Έφις απαντούσε με χαμηλωμένα τα μάτια στις ερωτήσεις τους και έπαιρνε με λύπη την ελεημοσύνη.
Κι ενώ κοίταζε μ' αγάπη τη σταφίδα του που σούρωνε στ' αλώνι κι έπαιρνε στον ήλιο ένα γλυκό μπλε χρώμα, έκανε τόσους καλούς λογισμούς, χαμογελώντας. Με τη σταφίδα αυτή θα πλήρονε τον τόκο στης χώρας τον τοκογλύφο, θ' αγόραζε στο στάρι του για το ψωμί του τον χειμώνα, θάντυνε, θα πόδαινε τα παιδιά του, και κάτι τι ακόμα π' όσο το στοχάζουνταν τόσο και χαμογελούσε γλυκύτερα.
&Έτσι-ντο, τσι-ντο, τσι-ντο, Το βελεσάκι σου κοντό...& Εστεκόταν πάλι στον τόπο της. Έδινε μια, επηδούσε σύφωνα με του τραγουδιού το γύρισμα. Έριχτε όλο το κορμί της στα πόδια κάτω. Μια πάλι, αναπηδούσε απάνω. Εκροτάλιζε τα ζίλια. Εστριφογύριζε μια καρτέλα. Έπαιρνε πάλι στριφογυρίζοντας, με ψιλούτσικη, γαργαλιστική φωνή το γοργογύρισμα· &Κι αποπίσω σου μακραίνει, Να μην ήσαι γγαστρωμένη;..&
Και σαν έλεγε τίποτις που άρεζε του λαού και τον παινούσανε, σηκώνοντας αυτός το χέρι του αψηλά τους έκαμνε σημάδι να σωπάσουνε, θέλοντας να πη πως το Θεό να δοξάζουν κι όχι κείνονα. Θέματα έπαιρνε διάφορα για τους λόγους του.
Τα μεγάλα γαλανά του μάτια γεμάτα καλωσύνη σαν πάντα. Το ήσυχο χαμόγελο, που χάραζε πάντα γλυκά στο πρόσωπό του, δεν του απόλειπε ούτε τώρα. Το σκοτεινό και βρώμικο κατώγι, έπαιρνε έτσι μια ημεράδα παράξενη, που έμοιαζε με καμαρούλα σπιτιού, που δευλεύουνε μέσα του πρόσχαρες γυναικούλες και χοροπηδούνε τρελλά παιδάκια.
Έσκυψε απάνω στο τραπέζι κι' άρχισε τα κλάματα. — Αχ! Μοσχαδώ! Πού είσαι, Μοσχαδώ μου, έρημο και σκοτεινό μ' άφηκες. — Άιντε να πέσης, γέρο! Ώρα είνε. Άσε τώρα τα κλάματα. Μούγκρισε ο Σπανός, ο ταβερνάρης, συμμαζεύοντας τα ποτήρια. Ο Μπαρμπα-Δημητρός είχε το κονάκι του στην ταβέρνα. Δίπλα στο τεζάχι, από πίσω απ' τα βαρέλια, έστρωνε την ανδρομήδα του και τον έπαιρνε κάθε βράδυ, σαν το πουλάκι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν