Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Ο παπά Θεόφιλος, ο μακαρίτης ηγούμενος της Μεγαλόχαρης της Ευαγγελίστρας, το ίδιο μας έλεγε, για έναν που τον είχαν όλοι για πεθαμμένον, που η γυναίκα του τού έκαμε τα τρίμερα και τα νιάμερα, και ο Άγγελος Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα, καθώς ήταν σταυρωμένο με της σταφίδες και με τα ρόιδα και το επήγαινε εις τον πλακωμένον κ' έτρωγε, δεν ξέρω πόσαις μέραις, κι' ανάσαινε από μια τρύπα της γης, θαρρώ, ως που ο άνθρωπος δεν απέθανε, κ' εσήκωσε το μάγγανο, και τον ξελευθέρωσεν, δεν είνε αλήθεια αυτό παπά;
Όταν ήτο πλησίον του παπά της, ελάμβανε θάρρος, η καρδία της εζεσταίνετο, και δεν εφοβείτο τους κινδύνους. Εάν τυχόν ανεχώρει ο παπάς, χωρίς αυτής, να υπάγη εις το Κάστρον, η καρδούλα της θα έτρεμεν ως το πουλάκι το κυνηγημένον. Αλλ' εάν την έπαιρνε μαζί του, θα ήτο ησυχωτάτη.
Πάνω απ το λόγκο τόρα ψηλά, ήρεμο, αργοκίνητο, μαγεμένο το φεγγάρι, έπαιρνε το νυχτερινό του δρόμο στους ουράνιους απάνω θόλους. Έστελνε συμπαθητικές τις ασημένιες ματιές του να φώτιση τα ερωτικά ζεβγάρια. Επερίχυνε και το μικρό το χωριδάκι με πλούσιους, ολόφωτους καταράχτες· με ολάργυρες γάζες νεραϊδοΰφαντες το σκέπαζε. Εφώτιζε αρμονικά τη μικρή πλατεία.
Πέραν, επί του μικρού οροπεδίου, προ της οικίας, η πενθερά του εφώναζεν ακόμη βραχνάς κραυγάς, τας οποίας έπαιρνε μακράν ο άνεμος, χωρίς ο Γιάννης ν' ακούη τι έλεγεν εκείνη. Η Φραγκογιαννού ωμίλει με θάρρος, κ' εφαίνετο ότι ήξευρε τι έλεγε. — Πώς γίνεται αυτό, ποτέ, ανέκραξεν ο Γιάννης. Είσαι καλά, χριστιανή μου; — Αυτό γίνεται, επέμενεν η Φραγκογιαννού.
Σημαίαι τινές βρεγμέναι αερίζοντο βαρείαι εδώ κ' εκεί· και ένας λοταρτζής εφώναζεν ακόμη κατάμονος εις μίαν γωνίαν: πέντε δίνετε, πέντε παίρνετε, δέκα δίνετε, δέκα παίρνετε. Ενώ το αληθές είνε ότι οι άνθρωποι έδιδον και ο λοταρτζής έπαιρνε.
Αλλά ο Ρούντυ — έτσι ωνομάζετο το αγόρι — με μεγαλυτέραν όρεξιν και με 'μάτι πλήρες πόθου έβλεπε την παλαιάν καραμπίνα, που ήτο κρεμασμένη κάτω από τας δοκούς της στέγης, και του την είχε υποσχεθή ο παππούς· θα την έπαιρνε αργότερα· πρώτα όμως έπρεπε να μεγαλώση και να γίνη δυνατός, διά να ημπορή να την μεταχειρίζεται.
Έπαιρνε αγάλι αγάλι δικό της δρόμο η Δύση και στα πολιτικά και στα θρησκευτικά.
Και ενθυμούμαι μίαν κωμικωτάτην σκηνήν, καθ' ην, γνωστήν προξενήτριαν, τολμήσασαν να του ειπή ότι δεν επείραζε δα αν υπανδρεύετο προ της αδελφής, ο Αντωνέλλος την εκυνήγησε με το ραβδί, στ' αστεία, εννοείται, διότι δεν ήτο ικανός να κτυπήση· εκείνη δε, από φόβον, όταν τον έβλεπε έπαιρνε άλλον δρόμον.
Της έδοσε μια παρηγοριά της δύστυχης και την είπ' Αργύρη την παρηγοριά της. Τον τάγιζε φιλιά, οπού λες, και τον πότιζε μόσχο να μεγαλώση. Με καιρό εμεγάλωσε ο Αργύρης. Έπαιρνε τη φλογέρα του κάθε αβγή κ' επάγαινε κ' ελουζόταν αγνάντια στο Βαθυλάκωμα που το λέμε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν