Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουλίου 2025
Έν τινι των βιβλίων της Αναλήψεως εύρομεν την εξής σημείωσιν «1754 Ιουλ. 4, ημέρα δευτέρα, την ώραν οπού έπαιζαν τα ταμπούρλα, εις τα ξημερώματα, ετελείωσεν ο μακαρίτης αιδεσιμώτατος παπάς Αντώνιος Μαρτελάος, εφημέριος και νοικοκύρης του παρόντος θείου ναού· έκαμεν εις την αυτήν εφημερίαν μήνας έξ μόνον και ήτο χρονών 35.» Λέγεται δε, ότι αποθνήσκων ο ιερεύς Μαρτελάος κατέλιπεν έγκυον την σύζυγόν του, διό εγεννήθη το παιδίον μετά τον Ιούλιον του έτους 1754.
Ανέβηκε ο ήλιος ως μια οργυιά, οι αχτίδες έπαιζαν ανάμεσα στα φύλλα της μεγάλης κληματαριάς μπροστά στο καλύβι, κι όλοι μέσα κοιμούνταν ακόμα. Σηκώθηκα και κατέβηκα στο γιαλό. Μα μήτε να ψαρέψω δεν είχα όρεξη. Κάτι λαχταρούσα, κάτι φούσκωνε την καρδιά μου. Ο κόσμος δε με χωρούσε.
Αλλά μίαν πρωίαν την διέκρινα εις τον κήπον, την είδον να λούεται εις μικράν δεξαμενήν, υπό τα δένδρα. Εσκέφθην ότι ο ανατέλλων ήλιος θα την διέλυεν έμπροσθέν μου όπως διαλύεται το λυκαυγές. Και σου το ορκίζομαι εις τον αφρόν, οπόθεν εγεννήθη η Αφροδίτη, ότι αι ακτίνες της αυγής έπαιζαν ανάμεσα εις το σώμα της. Την είδον πάλιν δύο φοράς, και από τότε δεν γνωρίζω πλέον την ησυχίαν.
Τα δύο κορίτσια, καθώς έπαιζαν με την καλαμιά έπεσαν στη στέρνα . . . Κατά πως φαίνεται, όσο μπόρεσα να καταλάβω, είχαν πιάσει καυγά ποια να κρατή την καλαμιά, για να βγάλη τάχα τα ψάρια . . . Η μικρή ήθελε ν' αρπάξη την καλαμιά απ' τη μεγάλη . . . Σπρώχνοντας η μεγάλη τη μικρή, την έρριξε μέσ' το νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την ετράβηξε μαζύ της μέσ' τη στέρνα.
ΣΟΛ. Δεν ελυπούντο αυτούς, φίλε μου, αλλά θα παριστάνετο ίσως το έργον κανενός ποιητού ο οποίος διηγείτο προς τους θεατάς καμμίαν αρχαίαν συμφοράν και έλεγε θλιβερά πράγματα, τα οποία επροκάλουν τα δάκρυα των ακροατών. Θα είδες δε και μερικούς οι οποίοι έπαιζαν αυλόν και άλλους οι οποίοι συγχρόνως έψαλλαν σχηματίζοντες κύκλον.
Εγώ, σαν τρελλοκόριτσο που ήμουν ακόμα — είχα παντρευτή πολύ μικρή, καθώς σου είπα, και τώρα δεν θα ήμουν περαπάνω από δεκαφτά χρονών — ξέχασα και άνδρα άρρωστο, και τάξιμο, κ' εκκλησιά, κ' επήγα ίσα προς το μέρος που έπαιζαν τα λαλούμενα κ' εγινόταν ο χορός, για να κάμω χάζι. Εστάθηκα εκεί ολίγην ώρα, ύστερ' απόστασα να στέκωμαι, κ' εκάθισα στα χορταράκια. Εύρισκα μεγάλη διασκέδασι.
Αλλ' ο Μανώλης, αντί να μεταβή εις το πατρικόν ή άλλο συγγενικόν σπίτι, ενεφανίσθη εις την πλατείαν της Αγίας Αικατερίνης, όπου οι νέοι έπαιζαν τον ποταμόν, ενώ τα παιδία έκρουαν μανιωδώς και αδιακόπως σήμαντρον κρεμάμενον εις τον κορμόν γηραιάς νερατζιάς. Ο ποταμός έκανε τον γύρον της εκκλησίας, ότε έξαφνα ηκούσθη η φωνάρα του Μανώλη: — Άντρες τα 'ρίζουν τα Σφακιά κι' άντρες τα πολεμούνε!
Βλέπων δε ατενώς ο Παπά-Κονόμος προς τα φεγγοβολούντα κανδηλάκια εψιθύρισεν: — Ο ρακένδυτος Φραγκούλας θα ήλθε. Προς τας ελαφράς της αύρας πνοάς, η φωτίτσαις των κανδηλίων έπαιζον σειόμεναι ρυθμικώς· του εφάνη δε τότε πως έπαιζαν και τα ματάκια των εικόνων σαν ζωντανά. — Δεν τω έκαμε πλέον εντύπωσιν η τάξις και η ευπρέπεια του ναΐσκου, και δεν ηπόρει.
Επρόβαναν τα κεφαλάκια τους κατάνακρα στο βράχο έπαιζαν ταφτιά τους τσουλωμένα· μας εκυτούσαν περίεργα, και χοπ χοπ, αλαφροπηδούσαν κ' ετρύπωναν, άλλο στα χαλάσματα, κι άλλο μες τα σκοίνα, ξιπασμένα. ...Ο Καπτάν-Μιχάλης τις εσακάτεψε τις πέρκες. Μια με την άλλη, είχε πέντε έξη τόρα πιασμένες. Κ' η καθετή ανεβοκατέβαινε ολοένα.
Κατέληξαν, ωστόσο, στο καπηλειό που ήταν σχεδόν έρημο. Δυο άντρες μόνο έπαιζαν σιωπηλοί και ένας τρίτος κοίταζε τη μια τα χαρτιά του ενός, την άλλη του άλλου, όμως με ένα νεύμα τού ντον Πρέντου πλησίασε τους νεοφερμένους και κάθισαν και οι τέσσερεις γύρω από ένα άλλο τραπέζι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν