Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Του απάντησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• «Τηλέμαχ', εις την δύναμι των αθανάτων μένει 400 των Αχαιών ποιος βασιληάς θε να 'ναι εις την Ιθάκη• και ως κύριος συ το έχει σου, τα σπίτια σου να ορίζης• μήδ' άνθρωπος τα κτήματα τολμήση να σ' αρπάξη με βίαν, ως που κατοικούν άνθρωποι 'ς την Ιθάκη. αλλά συ θέλω να μου 'πης, καλέ μου, για τον ξένο• 405 ο άνθρωπος πόθεν έρχεται; και από ποιο μέρος λέγει ότ' είναι; που το γένος του, το πατρικό του χώμα; μη φέρει κάποιαν είδησι 'που θα φθάση ο πατέρας; ή έρχετ' εδώ γι' ανάγκη του δική του να φροντίση; πώς πήρε κ' έφυγ' έξαφνα! ουδ' έμεινεν ολίγο 410 να γνωρισθή• και πρόστυχος δεν ώμοιασε 'ς την όψι».
Κάπου εκεί φιλόστοργη καβουρομάνα έπαιζε λόγχες τα πόδια της, ανασκελομένη για να προφυλάξη τ' αυγά της. Παραπέρα η φώκια έρριχνε το βρωμερό αέρι του πισινού της δόλωμα για να σκάση το χταπόδι στο θαλάμι του· μα έξαφνα της άρπαζεν ο φοβερός αποκλαμός το μουσούδι κ' έσκαε θύμα της επιβουλής και της λαιμαργίας της.
— Μην την εξυπνάς . . . Σαν ξυπνήση, ύστερα, να το πιη αυτό. Η γυνή απήντησε διά νεύματος. Η Φραγκογιαννού εξηκοκολούθει να φυσά το πυρ. Η γραία εν αμηχανία, επεθύμει να την ερωτήση και πάλιν πώς ευρέθη εκεί τοιαύτην ώραν, αλλά δεν ετόλμα. Η κόρη της έκαμε κακή λεχωσιά· κ' εφοβείτο μην εξυπνήση έξαφνα και θορυβηθή.
Ένας αδελφός του πατρός μου, ονομαζόμενος Μωβαβάκ, ο οποίος από πολύν καιρόν επιστεύετο ότι ήτον αποθαμμένος, καθώς έλεγαν πώς είχε σκοτωθεί εις ένα πόλεμον με τους Μογγολίτας, εφανερώθη έξαφνα εις τον τόπον των Ναϊμάνων.
Έξαφνα εις τον πόλεμον οι μεν ανδρείοι θέλουν να πηγαίνουν, οι δε δειλοί δεν θέλουν. Σωκράτης Τι από τα δύο, είπον εγώ, δεν θέλουν να πηγαίνουν, διότι είναι εύμορφον πράγμα ή είναι άσχημον; Πρωταγόρας Διότι είναι ωραίον, είπε. Πρωταγόρας Αληθινά λέγεις, και εγώ τουλάχιστον πάντοτε αυτήν την γνώμην έχω. Σωκράτης Σωστήν γνώμην βέβαια, είπον εγώ.
Εκτυπούσαν τον αέρα με δύναμιν και το εσήκωναν υψηλά, και χωρίς και αυτό το ίδιον να ηξεύρη πώς το κατώρθωσε, ευρέθη έξαφνα μίαν ημέραν εις ένα ωραίον κήπον, όπου εμύριζε γλυκά η πασχαλιά, τα δε κλαδιά των δένδρων ήγγιζαν μίαν μικράν λίμνην, της οποίας το νερόν έλαμπεν ωσάν καθρέπτης.
— Αύριο να τραβήξουμε, παιδιά, για τον Τσουγκριά. Έχουμε καιρό να πάμε. Και είναι καιρός της ζαργάνας. Σεπτέμβριος μήνας, και πέφτει εκεί ψάθα. Δεν ετελείωσε την ομιλίαν του ο καπετάν Γιάννης, μ' ένα μεταξωτό μανδήλι εις τον σκούφον του γύρω, και παραιτήσας το κουτάλι έξαφνα λέγει· — Δεν μ' αρέσει, παιδιά, ο καιρός απόψε. Και έρριψε βλέμμα περίφροντι προς την ωραίαν τράταν του.
Αλλ' αρά γε θα κατώρθωνον να διέλθουν και πάλιν απαρατήρητοί διά μέσου του τουρκικού στρατοπέδου; Ο κίνδυνος ούτος και η αβεβαιότης εκράτει εις ανησυχίαν τους εν τη μονή. Και αφού παρήλθον ώραι τινες, ο Ηγούμενος και άλλοι ανέβησαν επί τον θόλου και των τειχών και ηκροώντο εις τον σιγήν της νυκτός. Έξαφνα διακρίνουν ένα ερχόμενον. Ήτο ο Αδάμης Παπαδάκης.
Έξαφνα όμως μια φιγούρα φάνηκε στην πόρτα: ψιλή, λεπτή, φορώντας στενά ρούχα γκρενά με μαύρα λουλούδια, είχε ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα στο κεφάλι κι εδώ κι εκεί στο πρόσωπο, στο σώμα, στα πόδια κάτι που έλαμπε: τα μάτια, τα κοσμήματα, τα παπούτσια…
Δεν φαίνονταν ούτε τα κουπιά της να κινούνται, και τραβούσεν ακόμη μακρυά προς το σύθαμπο. Αν όλη αυτή η θέα μαρμάρωνε, έξαφνα, κι' έμενεν έτσι για πάντα με τα ίδια χρώματα, το αυτό μυστήριο, την αυτήν έκφραση, την ίδια συναίσθηση ενός τέλους! Κι' ακόμη ποια έκπληξι στην κόκκινην ορθή γραμμή της δύσης! Αυτό το χρώμα ήταν έν θαυμαστικό. Θαυμαστικό του εαυτού του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν