Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Είχεν υφάνει δύο δάκτυλα και περισσότερα με μεγάλην επιτηδειότητα, αλλ' έξαφνα εσταμάτησεν· είχε κοπή η κλωστή. Διώρθωσαν πάλιν το πάτημα· άλλαξαν και σαΐτα και κλωστή, αλλά τίποτε, τίποτε· η κλωστή πάντα έσπανε. Ας δοκιμάση η τρίτη, είπεν ο συμβολαιογράφος, αν και αυτή τόσον μικρά τι θα ημπορέση να κάμη. Εμβήκεν η μικρά κόρη εις τον εργαλειό.

Και είδες τότε να λάμψη έξαφνα η αγία εικών, ολόφωτον και αγγελικήν λάμψιν, ως ν' απέλαβε κάτι τι, το οποίον της έλειπε, κάτι τι, το οποίον ήτο ιδικόν της και της το πήραν, και το οποίον συνεπλήρωνε τόσον σεπτώς τον πλούσιον στολισμόν της . Ξαβόηθησαν να ξαποστάσουν! Σ' του Βασίλη την βρύσι. Υπό τον μανιτωμένον αριόν, εις την σκιάν του οποίου ηδύνατο να σταλιάση ολόκληρον κοπάδι.

Έν απόγευμαήτο Δευτέρα — ο Χρήστος έβοσκε τα πρόβατα του πατρός του πλησίον εις το πεύκον, περί του οποίου σας έλεγα. Εκάθητο εις την σκιάν και διώρθωνε μίαν παλαιάν καρδάραν, ότε έξαφνα βλέπει τα πρόβατά του και έφευγαν καταφοβισμένα, το έν επάνω εις το άλλο.

Ότι δε αυτός είναι υιός του Κρόνου θα φανή υβριστικόν αν το ακούση κανείς έξαφνα, όμως είναι εύλογον ο Ζευς να είναι απόγονος κανενός μεγάλου πνεύματος. Διότι &κόρος& δεν σημαίνει υιός, αλλά το καθαρόν και &ακήρατον& του &νου& . Αυτός δε είναι υιός του Ουρανού, καθώς λέγεται.

Μίαν εσπέραν, όπου είχε καταβή εις το κατάλυμα μοναχή της, βλέπει έξαφνα την Καντίνα λευκόπεπλον, με το μέτωπον, την ρίνα και τας σιαγόνας σκεπασμένα, με τα όμματα σπινθηροβολούντα, κ' εκάθητο ως καλή οικοκυρά εις την αγκωνήν του ερειπίου, επί τινος λίθου, καπνίζουσα το μικρό τσιμπουκάκι της, και πώς της έπρεπε τω όντι!

Τέλος, ενώ έμενεν έντρομος βλέπουσα και διαπορούσα τάχα τι θα απογείνη, ακούει δυνατόν ροίβδον και πάταγον έτι μεγαλείτερον, και βλέπει τον ένα τοίχον του κοιμητηρίου, τον βορεινόν, όστις ήτο υψηλότερος των άλλων, να καταρρεύση έξαφνα διά μιας προς τα έσω, να πλακώση όλα τα κόκκαλα και να τα κάμη σύντριμμα. Η θεια-Συνοδιά εσκέφθη χαιρεκάκως: «Καλά να τα κάμη», κ' εξύπνησεν.

Τα ήσυχα νερά εσκέπασαν αδιάφορα το σωματάκι του παιδιού. Ενώ δε στην διώρυγα μόνη η γόνδολά μου βρίσκονταν, έξαφνα απ' όλες της μεριές φάνηκαν πολλοί άνθρωποι και με παλληκαριά πέφτοντας μέσ' το ρεύμα άρχισαν να ζητούν το μικρό αγγελούδι. Μα η θάλασσα το είχε σκεπάσει και ο κόπος τους πήγαινε άδικα.

Μα καιρούς καιρούς τον βλέπεις και αγριεύει, και τον πιάνει μια ανησυχία και δεν χωρεί μέσα στα ρούχα του, και δεν ηξεύρει τι κάμνει! Έτσι και σήμερα. Την ώρα που εμείς ήμεθα πίσω στον κήπο με την Ατσιγγάνα, εμβήκεν έξαφνα σαν τον τρελλό στο σπίτι, άρπαξε κάτι τι από τ' αρμάρι κ' εβγήκε κ' έφυγε. Εμείς δεν τον είδαμε.

Αλλά διά μιας, την ιδίαν στιγμήν, τον έχαψεν έν μεγάλον ψάρι. Εκεί δα μέσα ήτο σκότος βαθύ! Πολύ πλέον σκοτεινά από την υπόνομον. Και πόσον στενόχωρα! Εξαπλωμένος εκεί, μέσα εις το ψάρι, ο στρατιώτης εκρατούσε πάντοτε το όπλον του. Το ψάρι επηδούσεν επάνω και κάτω, και έκαμνε ακατάπαυστα διαφόρους κινήσεις. Έξαφνα εσταμάτησε. Ο στρατιώτης δεν ήξευρε τι τρέχει.

Αλλά πώς εδώ; πόθεν έτσι έξαφνα; πότε ήλθες; — Χθες το βράδυ, από το Παρίσι, διά να ιδώ τας Αθήνας μου. — Πάντοτε φιλαθήναιος! Σ' ενθυμούμαι από τους μαθητικούς μας χρόνους, ότε ανέβαινες δις της εβδομάδος εις την Ακρόπολιν διά να θαυμάσης το πανόραμα των Αθηνών. — Τώρα τας θαυμάζω απ' εδώ. Τι μεταβολή! Και συ τι γίνεσαι, τι κάμνεις; — Το βλέπεις, τι κάμνω. — Δεν το βλέπω διόλου.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν