Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Τούτο μόνον συλλογίσου· ότι αν έξαφνα καμμίαν εβδομάδα δεν λάβης επιστολήν μου, δεν πρέπει να το αποδώσης εις κακήν μου θέλησιν, μήτε εις αμέλειαν, μήτε εις οκνηρίαν, αλλά μόνον και απλούστατα εις εξάντλησιν ή προσωρινήν τουλάχιστον έλλειψιν των συστατικών του χαροποιού αερίου, όπερ επιθυμείς και καλά να φέρωσιν υπό την ρίνα σου τα γράμματά μου.
Εστάθη πολλά ολίγος ο ύπνος του, επειδή και έξαφνα εξύπνησαν από τον ήχον μιας αρμονίας που τους έκαμε να ακούσουν ολίγον ξέμακρα απ' αυτούς· και διά μεγαλύτερόν τους θαυμασμόν, βλέπουν ένα μεγαλοπρεπές παλάτι με πλουσίαν φωτοχυσίαν, το οποίον δεν ημπορούσε να ήτον καμωμένον από χέρια ανθρώπινα.
Μάθετε όμως ότι εν τω ναώ η Εστία αυτή ηνωρθώθη πλησίον ρου και μου είπε μυστικώς: «Ανάβαλε την αποδημίαν σου». Τούτο συνέβη τόσον έξαφνα, ώστε ετρόμαξα προς στιγμήν αλλά τώρα ευγνωμονώ τους θεούς διά την τόσον καταφανή προστασίαν των.
Προ ολίγου επεράσαμεν απ' εκεί με τον Κύριον Μαιμάν. Εκεί επήγαινεν ο Νίκος προς ανεύρεσιν του αδελφού του. Ποίος ηξεύρει τι είχε κατά νουν να ειπή, και πώς να ομιλήση! Δυστυχώς συνηντήθησαν εδώ! Ο Παντελής αναβαίνων κατόπιν του Νίκου δεν έβλεπεν ακόμη τον Μίχον. Είδε μόνον τον Νίκον να σταθή έξαφνα εις το τέλος του ανηφόρου, να σύρη από την ζώνην την μάχαιράν του και να την ρίψη εις την θάλασσαν!
Κι έξαφνα σα να χύνουνταν καμιά ανεπάντυχη χαρά, άλλαξε ο σκοπός, αλλά το ίδιο κομμάτι με την ίδια ψυχή και τον ίδιο πόνο.
Ο Μανώλης επροχώρει συλλογισμένος. Έξαφνα ανεσκίρτησεν ακούσας παιδικήν φωνήν, η οποία ήρχετο από το πλησίον δώμα: — Δε σε θέλει, Μανώλη. Εστράφη με οργήν, αλλά το διαβολόπαιδο δεν εφαίνετο. Εξηκολούθησε τον δρόμον του, αλλά μετ' ολίγον η αυτή φωνή τον έκαμε να στραφή με οργήν μεγαλειτέραν. — Δε σε θέλει, Πατούχα, δε σε θέλει! Και ως ηχώ συνεπλήρωσεν άλλη παιδική φωνή: — Κόκκινα παπούτσια θέλει!
Αλλά μετά τρεις μήνας, έξαφνα έρχεται θυμωμένος ο Σπύρος και της λέγει: — Πες του χαιρετίσματα του Μπάρμπα-Σταυρή, Αρφανούλα μου. Ο Σπύρος δεν είνε τεμπέλης. Έχω τρεις μέραις να πιάσω δεκάρα, και χρεωστώ μισθούς εις τον σερβιτόρο, και χρεωστώ το ενοίκιον. Δεν σ' αφίνει ο φθόνος, Αρφανούλα μου. Ήλθε δίπλα μου ένας άλλος και άνοιξεν άλλο καφενείο, και μου πήρε όλους τους μουστερήδες,
ΜΑΛΚΟΛΜ Ίσως εκεί την χάνεις όπου εγώ του δισταγμού την αφορμήν ευρίσκω. Πώς έξαφνα παραίτησες γυναίκα και παιδιά σου, τα όντα τα πολύτιμα, τα καρδιακά δεσμά σου, και ούτε καν εστάθηκες να τ' αποχαιρετήσης! — Παρακαλώ, αν δύσπιστον με βλέπης, μη το πάρης ως της τιμής σου προσβολήν, αλλ' ως προφύλαξίν μου. Μπορεί να ήσαι αγαθός, όσον και αν διστάζω.
Αλλά, εάν φαρμάκι μου έδωσ' ο καλόγηρος, και θέλη ν' αποθάνω, μήπως ο γάμος μου αυτός του φέρη ατιμίαν, διότι μ' εστεφάνωσε με τον Ρωμαίον πρώτα; Φοβούμαι μήπως είν' αυτό. Αλλ' όχι δεν πιστεύω· αγίου έχει όνομα, και το αξίζει. Όχι· δεν θέλω τέτοιος στοχασμός ‘ς τον νουν μου να περάση! Και αν εκεί που κείτομαι, πριν φθάση ο Ρωμαίος να με γλυτώση, έξαφνα ‘ς τον τάφον εξυπνήσω; Ω! τι τρομάρα!
— Κάλμα, πανάθεμάτην! είπε σε λίγο δυνατώτερα. Έξαφνα γυρίζοντας στο Φλάουτο: — Να, γρουσούζη! είπε φασκελώνοντάς τον. Το Μπουζούκι και το Βιολί τινάχτηκαν φουρκισμένοι, παίρνοντας το μέρος του παιδιού. — Γέρο, μέτρα τα λόγια σου! είπαν κ' οι δυο με ένα στόμα, ζυγώνοντας άγρια το γέρο. — Γέρο — ξεκουτιάρη! πρόσθεσε παίρνοντας θάρρος το Φλάουτο. Ο γέρος έδωκε τόπο της οργής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν