Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
— Ο Αμλέτος καταστρέφεται, διότι η ζοφερά όψις της ανθρωπίνης ζωής παρουσιάζεται έξαφνα έμπροσθέν του, διότι τοιαύτη θέα του αφαιρεί την πίστιν εις την ζωήν και εις το Αγαθόν, και διότι δεν δύναται να ενεργήση· εκείνος μόνος δύναται να ενεργήση, να ενεργήση διά το καλόν των άλλων, ο οποίος είναι εσωτερικώς υγιής· και η ψυχή του Αμλέτου είναι εξαρθρωμένη από την στιγμήν οπού έχασε την πρώτην πίστιν του... ο Αμλέτος ζητεί να εύρη εις τον κόσμον την πραγματοποίησιν του ιδανικού του, να ανταποκριθή ο κόσμος προς την συνείδησίν του, προς την πίστιν, την οποίαν αυτός έχει εις τον άνθρωπον και εις το Αγαθόν· πρέπει να υπάρχη αρμονία μεταξύ πνεύματος και ζωής· και τοιαύτη ανάγκη της φύσεώς του είναι ο κύριος δι' αυτόν όρος υπάρξεως· ο Αμλέτος είναι ο αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου πνεύματος, οπού έχει την συναίσθησιν της θείας του ιδιότητος.
Βεβαίως το λάδι του κανδηλίου το οποίον εκπροσωπεί την ζωήν του όπως και των άλλων ανθρώπων εις τα υπόγεια του Χάρου βασίλεια, θα τελειώση μίαν ημέραν, το φως του θα σβεσθή και ο Χάρος θα έλθη να τον συλλάβη έξαφνα εις τον δρόμον του.
Τέλος πάντων από την απελπισίαν του έπεσεν εις αρρώστιαν, και ήτον κοντά διά να αποθάνη, οπόταν η Κεριστάνη έξαφνα εφανερώθη εις τον οντά του, του οποίου είπε τούτα τα λόγια. Βασιλέα, εγώ ήλθα διά να τελειώσω τα βάσανά σου, και να σε μεταστρέψω εις την ζωήν που έχεις σχεδόν να την χάσης.
Ως τόσον ο καραβοκύρης αφού έλαβεν όλους μέσα εις το πλοίον από το καΐκι και εμένα μη βλέποντάς με αλλά πιστεύοντας ότι επνίγηκα, έκαμε πανιά, και έξαφνα ένας δυνατός άνεμος έπνευσε, και εις ολίγον διάστημα το έχασα από τα μάτια μου.
Τρέχει ο πατέρας με το Γιαννάκη 'ς τα χέρια, φθάνει και η Βασιλική · η Φωτεινή σηκώνεται να τους αγκαλιάση, την πέρνουν εκείνοι μέσα. Έξαφνα όμως ένας δυνατός κρότος ακούεται έξω. — Σεισμός, εφώναξεν η μητέρα και εσταυροκοπήθη. Ο πατέρας έτρεξε με το φώς εις το χέρι, αλλά τι να ίδη. Εστάθη εμπρός εις την θύραν, χωρίς να ημπορή να ομιλήση.
— Παιδιά, είπεν ούτος έξαφνα, στραφείς προς τας διαφόρους ομάδας των ανελκυστών και των βουτηχτών, τα πλιάτσκα μας, βλέπετε, είνε τέτοιας λογής, που το ένα είδος το σίδερο, είνε φτειασμένο για να σπάζη το άλλο είδος, τα πιάτα. Το λοιπόν, δεν μπορούν να κάμουν εύκολα χωριό, τα δύο μαζί. Είνε ανάγκη να τα ξεχωρίσουμε.
Έπειτα αναβλέψας προς τον θόλον παρετήρησεν ότι η φαλάκρα του Μπαρμπαρέζου ευρίσκετο ακριβώς υπό την φωλεάν των χελιδόνων. Και φαντασθείς κάτι τι λίαν ενδεχόμενον, κάτι το οποίον να πέση με πλατάγισμα σταγόνος βαρείας επί του λείου εκείνου κρανίου, ήρχισε να γελά. Έξαφνα όμως η ευθυμία του έπαυσε, τα μάτια του επλατύνθησαν και ωπισθοδρόμησεν έν βήμα, ως να έβλεπε φάντασμα φρικτόν.
Είπε, κι' αφτά λες τάσκιαξε τ' αφεντικού η φοβέρα και κόβουν δρόμο. Μα πολύ δεν πέρασε, και να το θωράει της στράτας το στενό του γέρου ο γιος Νεστόρου. Της γης εκεί είταν σπάσιμο, πούχε κατέβει ρέμα 420 με τις βροχές και τόσπασε γουβιάζοντας το δρόμο. Εκεί ο Μενέλας έτρεχε και ζήταε ν' αποφύγει το λάκκο ομπρός του. Μα έξαφνα αφίνει τη γραμμή του κι' ορμάει λοξά ο Αντίλοχος χτυπώντας τ' άλογό του.
Αλλ' ο Μανώλης, αντί να μεταβή εις το πατρικόν ή άλλο συγγενικόν σπίτι, ενεφανίσθη εις την πλατείαν της Αγίας Αικατερίνης, όπου οι νέοι έπαιζαν τον ποταμόν, ενώ τα παιδία έκρουαν μανιωδώς και αδιακόπως σήμαντρον κρεμάμενον εις τον κορμόν γηραιάς νερατζιάς. Ο ποταμός έκανε τον γύρον της εκκλησίας, ότε έξαφνα ηκούσθη η φωνάρα του Μανώλη: — Άντρες τα 'ρίζουν τα Σφακιά κι' άντρες τα πολεμούνε!
Και τόσον αι λυσσώδεις επιθέσεις των εστενοχώρησαν το ταλαίπωρον ζώον, ώστε, αναγκασθέν έξαφνα να ζητήση σωτηρίαν μεταξύ των κνημών του κυρίου του, παρ' ολίγον να τον ανατρέψη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν