Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Δείχνεται η ξυππασιά κ' η αμυαλιά τους. Εγώ δεν έχω την ανάγκη τους. Όχι οι Μορφόπουλοι, μα κι όλος ο κόσμος να μου ριχτή, τίποτα δεν παθαίνω και μη φοβάστε. — Τώρα καλά, κόρη μου· είπε ο γέρος στενάζοντας. Μα αύριο που θα φύγουμε μεις, πως θα ζήσης μοναχή σου; — Θα ζήσω κ' έγνοια σας.

Το ήξερα πως θα σας ιδώ μια μέρα στο φτωχικό μου· έλεγε φιλώντας το χέρι της κυρά Πανώριας. — Να καθίσω, κόρη μου· είπε κείνη ακκουμπώντας απάνου της. — Ναι· είπε ο Δημητράκης. Είμαστε πολύ κουρασμένοι κ' οι δυο. Ο ανήφορος μας αφάνισε. — Δεν είνε και λίγος! δεν είνε και λίγος, ανάθεμά τονε! είπε ο Μαλαματένιος, τριγυροφέρνοντας σα να τάχε χαμένα. Μα εδώ έγνοια σας, θα καλοπεράσετε.

Κατόπι το δίπλονε πάλε με μεγάλη έγνοια και το ξανάβαζε στη μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφικού της του φεσιού με τα χρυσά τα τέλια, πούχε μέσα στη χιλιοπλουμισμένη της την κασσέλλα.

Το κορίτσι του, το Μαχώ, τη μονάκριβή του, την είχε από μικρή σε μια γερόντισσα, που την είχε αναθρέψει ορφανούλα. Στη χάση και τη φέξη την έβλεπε, τα πόδια του δε βαστούσανε νανεβαίνη συχνά απάνω στο χωριό και το ψωμί του ήτανε κάτω στο γιαλό. Μα η αγάπη κ' η λαχτάρα της ήτανε πάντα μαζί του. Και μ' αυτή βαστειότανε στον κόσμο. — Κ' η έγνοια κ' η αγάπη συντρόφοι μας είνε, έλεγε μοναχός του.

Μα εσύ μου εγλύτωσες με την έγνοια των θεών για νάχουμε περισσότερους γεροκόμους. Μήτε λοιπόν εσύ να μου φυλάξης ποτέ πάθος για το πέταμα, επειδή δεν το αποφάσισα θέλοντας, μήτε κ' εσύ Άστυλε να λυπηθής, ότι θα πάρης ένα μερίδιο αντί για όλη την περιουσία. Μα ν' αγαπάτε ο ένας τον άλλο κι όσο για πλούτη και με βασιλιάδες παραβγαίνετε.

Τι λες; Τον Σεπτέμβρη κλείνω τα σαράντα οχτώ κι εκείνη πρέπει να είναι τριάντα πέντε περίπου, τι λες; Εσύ ξέρεις ακριβώς πόσο χρονών είναι; Έπειτα θα της πεις ότι δεν έχει να βάλει έγνοια στο μυαλό της: το σπίτι είναι έτοιμο, υπηρέτριες υπάρχουν, κουτσομπόλες, ναι, αλλά υπάρχουν και μάλιστα καλοπληρωμένες. Ασπρόρουχα υπάρχουν, τα πάντα υπάρχουν. Οι προμήθειες δεν λείπουν, δόξα τω Θεώ!

Κατέει ο μπουρμάς είντα 'ν' ο χουρμάς; είπεν ο Σαϊτονικολής σείων την κεφαλήν, ενώ παρετήρει τον υιόν του απομακρυνόμενον. Έπειτα στραφείς προς την ανησυχούσαν σύζυγόν του, της είπεν: — Έγνοια σου και να του περάση θέλει. «Σα μεθυσμένος φαίνεται, μεθυσμένος δεν είνε· σαν βούι πάει, βούι δεν είνε.

Γνοιάζομ’ όσα λες μα ο φόβος μου δεν παύει και δε λέει μες στη ψυχή μου να ησυχάση° η έγνοια πόχει μέσα μου θρονιάση την τρομάρα των εχθρών μας όλο ανάβει. Τους φοβούμαι, σαν τους όφιους περιστέρι το πασίτρομο για τ’ άλουβα πουλιά του, π’ ολοτρόγυρα στη δόλια τη φωλιά του έχουν στήση κακοσύντυχο καρτέρι.

Ύστερα από λίγη ώρα έφυγαν οι Επιτάφιοι, καθένας για την εκκλησιά του, ο κόσμος τραβήχτηκε για το σπίτι τους, το νεκροταφείο έμεινε έρημο, και μοναχά ο Γιάννης στριφογύριζε βογγώντας ψηλά στο μνήμα του αδερφού του, σα λαβωμένο φείδι, κι' όταν ο ήλιος φώτισε τον Κόσμο μας με τες αργυρόχρυσες αχτίδες του, πήρε τα σύνεργα του νεκροθάφτη, που είταν χωμένα κάτω από ένα καλυβούτσι, άνοιξε τ' αδερφικό μνήμα μ' έγνοια, έμασε όλα τα κόκκαλα ένα-ένα, κι' αφού τα πότισε με καυτερά αδερφικά δάκρυα, τάβαλε μέσα στο σακκούλι του, σταυροκοπήθηκε κατά ήλιου και ξεκίνησε με την καρδιά καμένη και φλογισμένη για την έρημη την Πατρίδα, φορτωμένος τ' αδερφικά κόκκαλα, που έβγαλε από το ξενιτεμένο μνήμα, τα κόκκαλα εκείνα, που είταν αναστημένα με το ίδιο γάλα, και το ίδιο αίμα, για να τ' αποθέση στο ταπεινό κοιμητήρι του χωριού του!

Πώς μπορούσε να είνε πρόστυχη και τιποτένια τέτοια λυγερή; Πήγε και ξαναπήγε στο σπίτι της. Την άκουσε να τραγουδή και μαγεύτηκε. Την είδε να υφαίνη, να μασουρίζη, να κεντά και τη θαύμασε. Λίγο λίγο άφησε τα παιγνίδια, παράτησε και τους συντρόφους του. Έκαμε συντροφιά την Ελπίδα. Έπειτ' από τη μάννα του πρώτη του έγνοια ήταν εκείνη.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν