Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Σωκράτης Θα κάμω όπως λέγεις, θα επανέλθω δε εις το Κυνόσαργες όπως περιπατήσω εκεί από όπου εδώ προσεκλήθην. Χαιρεφών Ποιά φωνή μας ήλθεν, Σωκράτη, μακρυά από τα ακρογιάλια, εις εκείνο το ακρωτήριον ; Πόσον ώμορφη είναι να την ακούη κανείς. Ποίον ζώον τάχα να είναι; Διότι είναι άφωνα, καθώς είναι γνωστόν, όσα ζουν εις το νερό.

Και γύρνα, την Πεντάμορφη γυναίκα σου να πάρης. Το λέει ο πετροκότσυφας 'ςτό δροσερό τ' αυλάκι, Το λεν 'ςτά πλάια η πέρδικες, 'ςτήν ποταμιά τ' αηδόνια. Το λέν 'ςτ' αμπέλια η λυγεραίς, το λεν με χίλια γέλοια, Το λέει κ' η Γκόλφω η ώμορφη, το λέει με το τραγούδιΑμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμμένο, Δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω, Να κάμω αθάνατο κρασί, μοσχοβολιά γιομάτο.

Αράδ' αράδα εις κάθε μια ρίχνει το μάτι ο Λάμπης Και δεν γνωρίζει πουθενά την ώμορφη την Πούλια, Και καρτεράει ολημερίς, όσο που πήρε η νύχτα, Και τριγυρίζειτα κλαριά, τα μονοπάτια πιάνει, Διαβαίνει απ' ταις νεροσυρμαίς, περνάει κι' από τη βρύσι, Παίρνει μια-μια ταις θημωνιαίς, τ' αλώνια αράδ'-αράδα, Κι' ολούθε βλέπει νηούς και νηαίς·...την Πούλια δεν την βλέπει. Ταχυά ξημέρωσε γιορτή.

Θρησκεία! γλυκειά μάνα, Τι ώμορφη δίνεις εσύ λαλιά καιτην καμπάνα, Και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας! Πόσαις εκείνος ο σταυρός απ' τα καμπαναριά μας, 'Σ την αντηλιάδα χύνοντας τόσαις χρυσαίς αχτίδες, Χύνει βαθηά μας, 'ς την ψυχή, γλυκαίς χρυσαίς ελπίδες!

Μάκι καλλίτερά 'μαι, είπε η άρρωστη με φωνή άτονη και λίγο βραχνή. — Καλά μου τώπε τόνειρό μου! — Κείντα όνειρο 'δες, μα; — Προθές τη νύχτα σε 'δα στον ύπνο μου κιεφόριες κατακόκκινα. Ήσουνε πολλά ώμορφη, σαν τσοι καλλίτερους καιρούς, πούχες την υγειά σου. Σε θώρουνα σένα ψηλό χαράκι. Με ξάνοιγες και μούκανες νοήματα πως είσ' ευχαριστημένη. Φαινόσουνε πολλά χαρούμενη.

Επειδή είταν ώμορφη, τίμια και νοικοκυρά, πολλοί πολλές φορές τη γύρεψαν να την πάρουν, αλλ' αυτή δε θέλησε ν' ακούση για δεύτερη παντρειά. Πρόσμενε πάντα και παρηγορούσε την ερημιά της, μ' ένα γράμμα, μοναχό γράμμα, που είχε στείλη ο Κώστας στους γονήδες του, άμα έφτασε στα Ξένα.

Τη λίμνη να περνάς Με τέτοια ώμορφη βραδειά, Που τα κουπιά σουτα νερά μονάχος να γυρνάς, Και το γλυκό τραγούδι σου να βγαίνη από τα χείληα... Τι θέλγητρο!-τι ζήλια! Χαράαυτόν που βάσανα δεν έχειτην καρδιά!

'Στή λίμνη εκεί την ώμορφη ή γύρατα βουνά της Θα νάβρισκε τον Κωνσταντή συχνά κάθε διαβάτης Να κυνηγάη πέρδικες, παπιά και περιστέρια Και των κλεφτών τον ήξεραν ακόμα τα λημέρια, Οπού ζαρκάδια, αγριόχοιρους, αλάφια κυνηγούσε Ή με τ' αρκούδια πάλευε ή λύκους ξεκοιλούσε. 'Σ τα Γιάννινα είν' ώμορφαις. Ο Κωνσταντήςτη νηότη Αγάπησε· κ' ήταν αυτή η ύστερη και πρώτη Αγάπη και γυναίκα του.

Τέλος, να μη τα πολυλογούμε, εμεγάλωσεν ο Παπαδράκος, εμεγάλωσε και το κεφάλι του, και η ώμορφη Παπαδράκαινα με το στρογγυλοπρόσωπο κεφαλάκι, το έδιωξε το παιδί της: — Να μη σε βλέπω μπροστά μου, σημειωμένο πράμα!

Εκρύωνα, εστενοχωρούμην, η βροχή εξηκολούθει να κροταλίζη επί των σανίδων της στέγης, και το έξω βαθύ σκότος διέκοπτεν εκ διαλειμμάτων η ωχρότης αστραπής, φωτίζουσα λίμνας βορβόρου, σειράς σταυρών και κορυφάς κυπαρίσσων. Και του καιρού όμως και του τόπου πενθιμώτερα ήσαν όσα ήρχισεν ο σύντροφός μου να με διηγήται. — Θυμάσαι, με είπε, πόσο ώμορφη ήτανε η γυναίκα μου;

Λέξη Της Ημέρας

απόπατο

Άλλοι Ψάχνουν