United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε ξεμολόγησα στο κελλί μου, και στα κόκκαλα εκείνα μου τορκίστηκες πως είνε αθώα η ψυχή σου από κάθε κρίμα, με την πολυάκριβη του ξαδέρφου σου του Μιχάλη, και πως μήτε στο νου σου δεν τόβαλες τέτοιο μεγάλο κρίμα. Τώρα να δευτερώσης τον όρκο σου και στο Βαγγέλιο απάνω, και φιλώντας το να γυρίσης και ναγναντέψης κατάματα τον αξάδερφό σου, και να του φανερώσης ξάστερη την αλήθεια.

Κάποια μέρα που ξανάπιασαν τον Τριστάνο με τη Βασίλισσα, έκαμαν αυτό τον όρκο: αν ο Βασιληάς δεν έδιωχνε τον ανηψιό του μακρυά από τη χώρα, αυτοί θ' αποτραβιώντανε στους οχυρούς πύργους των για να τον πολεμήσουν. Παρουσιασθήκανε στο Βασιληά: «Μεγαλειότατε, μπορεί να μας αγαπάς ή να μας μισής, όπως θέλεις. Αλλά θέλουμε να διώξης τον Τριστάνο.

Όπως θέλεις την ανοίγεις· και ήτε μείνης, ήτε φύγης, πώς να σου εναντιοθώ; Παρηγόρα με καν σ' ένα, τον πιστό σου δούλο εμένα, που θερμότατα ποθώ. Όρκον Έρωτα σου κάνω, στης σαγίταις σου απάνω, όρκο μέγαν και φριχτό, Υποφέρω κάθε άλλη τυραννία σου μεγάλη, και ποτέ να μη κλαυτώ.

Μα αφτός δε σάλεβε, παρά τους πήρε ακόμα κι' όρκο «Ναι μα το Δία, ανότατο θεό και πρώτο απ' όλους, σας λέω την κεφαλή μου πριν λουτρό δε θα μ' αγγίξει, πριν πρώτα ο Πάτροκλος καεί και μνήμα τον σκεπάσει, 45 πριν το νεκρό του η κόμη μου στολίσει· τι η καρδιά μου τέτια άλλη πίκρα δε θα δει ως που να πάω στον τάφο.

Έτσι είπε, κι' έστρεξε η θεά, η κρουσταλλόκορφη Ήρα, κι' όπως της είπε ορκίστηκε, και τους νομάτισ' όλους τους κατατάρταρους θεούς που λέγουνται Τιτάνες. Έτσι λοιπόν σαν άμωσε και τέλιωσε τον όρκο, 280 φέβγουν κι' αφίνουν τα νησά της Λήμνος και της Νίμπρος, κόβοντας δρόμο γλήγορα, σε καταχνιά χωμένοι.

Λοιπόν ωρκίστη απ' ό,τι ξέρει Να μη τραβήση ποτέ του χέρι. Κι' ως να πεθάνη, να μη θελήση Ποτέ του αλήθια να ξεφωνήση. Πολλοί παντέχουν, πως μας γελάει· Του ψεύτη ο λόγος λεν, δε φελάει. Εγώ σας τάζω, πως τον κρατάει· Αυτόν τον όρκο δεν τον πατάει· Μ ω ρ ο π ε ρ ή φ α ν ο ς

Τότε ο Λάμωνας, ενώ είχαν όλοι πια μαζευτή και χαίρονταν ότι θάχουνε μαζί τους δούλο όμορφο, αφού ζήτησε την άδεια να μιλήση, άρχισε να λέη: — Άκουσε, αφέντη, από άνθρωπο γέρο λόγο αληθινό. Και πιάνω όρκο στον Πάνα και στις Νύμφες, πως δε θα ειπώ καθόλου ψέματα.

Κι' είπε τηρώντας τα πλατιά ουράνια ο γιος τ' Ατρέα «Άκου με, Δία, πρώτα εσύ, των αθανάτων όλων τρανότατε πρωταρχηγέ, κι' άκου με, Γη κι' εσύ Ήλιε, κι' οι Γδίκισσες που τιμωρούν τους ψέφτορκους στον Άδη· 260 παίρνω όρκο, εγώ δεν άγγιξα ποτές τη Βρισοπούλα μήτε ζητώντας αγκαλιά μήτε δουλιά καμμιά άλλη, Μον τιμημένα κάθουνταν μες στην καλύβα πάντα.

ΚΟΒΙΕΛ Είναι τόσο πολύ ερωτευμένος, που δεν αντέχει να περιμένη. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ένα πράγμα με στενοχωρεί: η κόρη μου, πρέπει να ξέρετε, είναι αγύριστο κεφάλι. Της μπήκε μέσα στο μυαλό ένας κάποιος Κλεόντ, κ' έκανε όρκο ή αυτόν να πάρη ή κανένα. ΚΟΒΙΕΛ Όταν 'δη το γυιό του Μεγάλου Τούρκου θ' αλλάξη γνώμη.

Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• «Ω φίλε, αφού παντάπασι να το δεχθής δεν θέλεις, και λέγεις 'που δεν θα 'λθη πλειά, και άπιστος μένει ο νους σου, 150 εγώ δεν θα ομιλήσω απλώς, αλλά σου λέγω μ' όρκο, ο Οδυσσέας έρχεται• και για τα συγχαρίκια, ευθύς άματο σπίτι του πατήση πάλι εκείνος, θα με σκεπάσης μ' εύμορφη χλαμίδα και χιτώνα. πρότερον όμως, χρειαστός αν κ' είμαι, δεν τα θέλω• 155 ότι όσο μου 'ναι μισηταίς του Άδ' η μαύραις πύλαις, τόσο μισώ τον άνθρωπο 'που ψεύδεται από χρεία. μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, και η γωνιά, 'που ευρίσκομαι, του άπταιστου Οδυσσέα, ότι όλα ταύτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα. 160 ο Οδυσσέας έρχεται, τούτος πριν κλείση ο χρόνος• τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος, θα φθάση εκείνος σπίτι του και αυτούς θα τιμωρήση, 'που υβρίζουν την γυναίκα του και τον λαμπρόν υιόν του».